text
stringlengths
15
2.13M
source
stringlengths
12
27
tokens
int64
11
3.8M
ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 24/2014 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 10ης Ιανουαρίου 2014 περί καθορισμού, για το 2014, των αλιευτικών δυνατοτήτων στον Εύξεινο Πόντο για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 43 παράγραφος 3, Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Το άρθρο 43 παράγραφος 3 της Συνθήκης προβλέπει ότι το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, εκδίδει μέτρα σχετικά με τον καθορισμό και την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων. (2) Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1), απαιτείται η θέσπιση μέτρων συντηρήσεως λαμβάνοντας υπόψη τις διαθέσιμες επιστημονικές τεχνικές και οικονομικές γνωμοδοτήσεις και τις τυχόν εκθέσεις της επιστημονικής, τεχνικής και οικονομικής επιτροπής αλιείας (ΕΤΟΕΑ). (3) Αποτελεί αρμοδιότητα του Συμβουλίου η θέσπιση μέτρων για τον καθορισμό και την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων για κάθε τύπο αλιείας ή ομάδα τύπων αλιείας στον Εύξεινο Πόντο, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων σχετικών λειτουργικών όρων, ανάλογα με την περίπτωση. Οι αλιευτικές δυνατότητες θα πρέπει να κατανέμονται μεταξύ των κρατών μελών έτσι ώστε να διασφαλίζεται μια σχετική σταθερότητα των αλιευτικών δραστηριοτήτων κάθε κράτους μέλους για κάθε απόθεμα ιχθύων ή τύπο αλιείας, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των στόχων της κοινής αλιευτικής πολιτικής που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1380/2013. (4) Τα TAC θα πρέπει να καθορίζονται με βάση τις διαθέσιμες επιστημονικές γνωμοδοτήσεις, λαμβανομένων υπόψη των βιολογικών και κοινωνικοοικονομικών πτυχών, με παράλληλη εξασφάλιση δίκαιης μεταχείρισης μεταξύ των αλιευτικών κλάδων, καθώς και με βάση τις γνώμες που διατυπώνονται κατά τη διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους φορείς. (5) Η χρήση των αλιευτικών δυνατοτήτων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό υπόκειται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου (2) και ιδίως στα άρθρα 33 και 34 του εν λόγω κανονισμού, που αφορούν αντίστοιχα την καταγραφή των αλιευμάτων και της αλιευτικής προσπάθειας και την κοινοποίηση των στοιχείων σχετικά με την εξάντληση των αλιευτικών δυνατοτήτων. Απαιτείται κατά συνέπεια ο καθορισμός κωδικών προς χρήση από τα κράτη μέλη κατά την αποστολή των στοιχείων στην Επιτροπή σχετικά με τις εκφορτώσεις αποθεμάτων που υπάγονται στον παρόντα κανονισμό. (6) Σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 847/96 του Συμβουλίου (3), πρέπει να προσδιορισθούν τα αποθέματα που υπόκεινται στα διάφορα μέτρα τα οποία καθορίζονται στον εν λόγω κανονισμό. (7) Για να αποφευχθεί η διακοπή των αλιευτικών δραστηριοτήτων και να διασφαλισθούν οι βιοτικοί πόροι των αλιέων της Ένωσης, είναι σημαντικό να ανοίξουν αυτοί οι τύποι αλιείας στον Εύξεινο Πόντο την 1η Ιανουαρίου 2014. Για λόγους επείγοντος, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει αμέσως μετά τη δημοσίευσή του, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: ΚΕΦΑΛΑΙΟ I ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ Άρθρο 1 Αντικείμενο Ο παρών κανονισμός καθορίζει, για το 2014, τις αλιευτικές δυνατότητες στον Εύξεινο Πόντο για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων. Άρθρο 2 Πεδίο εφαρμογής Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα σκάφη της ΕΕ που αναπτύσσουν δραστηριότητες στον Εύξεινο Πόντο. Άρθρο 3 Ορισμοί Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί: α) ως «ΓΕΑΜ» νοείται η Γενική Επιτροπή Αλιείας για τη Μεσόγειο· β) ως «Εύξεινος Πόντος» νοείται η γεωγραφική υποπεριοχή 29, όπως ορίζεται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1343/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) και στο ψήφισμα GFCM/33/2009/2· γ) ως «σκάφος ΕΕ» νοείται αλιευτικό σκάφος που φέρει τη σημαία κράτους μέλους και είναι νηολογημένο στην Ένωση· δ) ως «συνολικό επιτρεπόμενο αλίευμα (TAC)» νοείται η ποσότητα που μπορεί να αλιευθεί από κάθε απόθεμα ανά έτος· ε) ως «ποσόστωση» νοείται η αναλογία των TAC που διατίθενται στην Ένωση, σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ II ΑΛΙΕΥΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ Άρθρο 4 TAC και κατανομή Τα TAC για τα ενωσιακά σκάφη, η κατανομή αυτών μεταξύ κρατών μελών και οι σχετικοί λειτουργικοί όροι, καθορίζονται, κατά περίπτωση, στο παράρτημα. Άρθρο 5 Ειδικοί όροι για τις κατανομές Η κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων μεταξύ κρατών μελών, η οποία προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, δεν θίγει: α) τις ανταλλαγές που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013· β) τις μειώσεις και ανακατανομές που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009· γ) τις πρόσθετες εκφορτώσεις που επιτρέπονται βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 847/96· δ) τις ποσότητες που διατηρούνται σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 847/96· ε) τις μειώσεις που γίνονται σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 107 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009. Άρθρο 6 Όροι για την εκφόρτωση κύριων και παρεμπιπτόντων αλιευμάτων Αλιεύματα προερχόμενα από αποθέματα για τα οποία καθορίζονται αλιευτικές δυνατότητες βάσει του παρόντος κανονισμού διατηρούνται στο σκάφος ή εκφορτώνονται μόνον σε περίπτωση που: α) τα αλιεύματα αλιεύθηκαν από σκάφη κράτους μέλους που διαθέτει ποσόστωση και δεν την έχει εξαντλήσει· ή β) τα αλιεύματα αποτελούν μερίδιο ποσόστωσης της Ένωσης που δεν έχει κατανεμηθεί μεταξύ των κρατών μελών υπό μορφή ποσοστώσεων και η εν λόγω ποσόστωση της Ένωσης δεν έχει εξαντληθεί. ΚΕΦΑΛΑΙΟ III ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Άρθρο 7 Διαβίβαση δεδομένων Όταν, σύμφωνα με το άρθρα 33 και 34 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή δεδομένα που αφορούν εκφορτώσεις των αλιευθεισών ποσοτήτων αποθεμάτων, χρησιμοποιούν τους κωδικούς αποθεμάτων που αναφέρονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού. Άρθρο 8 Έναρξη ισχύος Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2014. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη. Βρυξέλλες, 10 Ιανουαρίου 2014.
multi_eurlex
5,503
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2015/429 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 13ης Μαρτίου 2015 σχετικά με τις ακολουθητέες διαδικασίες για την εφαρμογή της χρέωσης του κόστους των επιπτώσεων του θορύβου (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Έχοντας υπόψη την οδηγία 2012/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου (1), και ιδίως το άρθρο 31 παράγραφος 5, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Στη Λευκή Βίβλο «Χάρτης πορείας για έναν Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο Μεταφορών - Για ένα ανταγωνιστικό και ενεργειακά αποδοτικό σύστημα μεταφορών» (2) επισημαίνεται ότι το 10 % του ευρωπαϊκού πληθυσμού είναι εκτεθειμένο σε σημαντική ηχορρύπανση λόγω των σιδηροδρομικών μεταφορών, και ιδίως των εμπορευματικών. Ο θόρυβος συνιστά τοπική εξωγενή επίδραση που πλήττει όσους κατοικούν κοντά σε σιδηροδρομικές γραμμές. Η βέλτιστη οικονομικά μείωση του θορύβου επιτυγχάνεται στην πηγή, εκεί που δημιουργείται ο θόρυβος. Η αντικατάσταση τροχοπέδιλων από χυτοσίδηρο με πέδιλα από σύνθετο υλικό είναι δυνατόν να επιφέρει μείωση του θορύβου έως 10 dB. Ως εκ τούτου, πρέπει να ενθαρρυνθεί και να επιδιωχθεί η στήριξη της μετασκευής των φορταμαξών με την οικονομικά πλέον βιώσιμη διαθέσιμη τεχνολογία πέδησης χαμηλού θορύβου. (2) Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι να παρέχονται κίνητρα για τη μετασκευή καθιστώντας δυνατή την επιστροφή του κόστους τοποθέτησης πεδίλων από σύνθετο υλικό. (3) Βάσει του άρθρου 31 παράγραφος 5 της οδηγίας 2012/34/ΕΕ η Επιτροπή εξουσιοδοτήθηκε να θεσπίσει εκτελεστικά μέτρα με τα οποία να καθορίζονται οι ακολουθητέες διαδικαστικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή της χρέωσης του κόστους των επιπτώσεων του θορύβου, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειας επιβολής, και να καθίσταται δυνατή η διαφοροποίηση των τελών χρήσης υποδομής ώστε να λαμβάνονται υπόψη, κατά περίπτωση, η ευαισθησία της πληττόμενης περιοχής, ιδίως όσον αφορά το μέγεθος του πληττόμενου πληθυσμού, και τη σύσταση του συρμού που έχει επιπτώσεις στη στάθμη των εκπομπών θορύβου («διαφοροποιημένα αναλόγως του θορύβου τέλη τροχαίας πρόσβασης» ή «ΔΘΤΤΠ»). (4) Ο παρών κανονισμός καθορίζει αυτές τις διαδικαστικές λεπτομέρειες και παρέχει κατάλληλο νομικό πλαίσιο βάσει του οποίου πρέπει να καθιερωθεί και να εφαρμόζεται από τους διαχειριστές υποδομής σύστημα («το σύστημα») των ΔΘΤΤΠ. Το εν λόγω νομικό πλαίσιο πρέπει να εγγυάται στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, τους κατόχους φορταμαξών και σε άλλα ενδιαφερόμενα μέρη ασφάλεια δικαίου και κίνητρα για τη μετασκευή των φορταμαξών τους. Ως εκ τούτου, οι διαδικαστικές λεπτομέρειες που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό καλύπτουν όλη τη διάρκεια του συστήματος, το επίπεδο των κινήτρων και τις σχετικές ρυθμίσεις. (5) Για να παρασχεθεί η αναγκαία εμπειρογνωμοσύνη και συνδρομή, η Επιτροπή συνέστησε το 2011 ομάδα εργασίας εμπειρογνωμόνων για τα ΔΘΤΤΠ. Η ομάδα απαρτιζόταν από εκπροσώπους των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, των διαχειριστών υποδομής, σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, των κατόχων φορταμαξών και της κοινωνίας των πολιτών και παρείχε πολύτιμη συμβολή. (6) Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών να είναι ελεύθερα να αποφασίσουν αν ο διαχειριστής της υποδομής πρέπει να τροποποιήσει τα τέλη υποδομής σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ώστε να συνεκτιμάται το κόστος των επιπτώσεων του θορύβου. (7) Πρέπει να θεωρούνται «αθόρυβες» οι φορτάμαξες που πληρούν τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1304/2014 (3) της Επιτροπής σχετικά με την τεχνική προδιαγραφή διαλειτουργικότητας για το υποσύστημα «Τροχαίο υλικό - Θόρυβος» και τις μετέπειτα τροποποιήσεις του (ΤΠΔ «Θόρυβος»). Φορτάμαξες οι οποίες δεν πληρούν την ΤΠΔ «Θόρυβος» πρέπει να θεωρούνται «θορυβώδεις». Εάν φορτάμαξα εξοπλισθεί κατά την ανανέωση ή την αναβάθμισή της με πέδιλα από σύνθετο υλικό και δεν δημιουργούνται νέες πηγές θορύβου στην εν λόγω φορτάμαξα, θεωρείται ότι η φορτάμαξα πληροί τις απαιτήσεις της ΤΠΔ «Θόρυβος» χωρίς περαιτέρω δοκιμή. (8) Υπάρχουν φορτάμαξες που δεν είναι δυνατόν να μετασκευασθούν με πέδιλα από σύνθετο υλικό λόγω των τεχνικών χαρακτηριστικών τους. Οι φορτάμαξες αυτές δεν πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. (9) Προκειμένου να διαφυλαχθεί η ανταγωνιστικότητα του σιδηροδρομικού τομέα, το σύστημα πρέπει να λάβει τη μορφή ελάχιστης υποχρεωτικής έκπτωσης ή πριμοδότησης για τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν μετασκευασμένες φορτάμαξες. Για τον ίδιο σκοπό, οι διοικητικές διαδικασίες πρέπει να περιορισθούν στο ελάχιστο αναγκαίο. (10) Προκειμένου να συνεκτιμάται η ευαισθησία της περιοχής που πλήττεται από το θόρυβο, ιδίως όσον αφορά το μέγεθος του πληττόμενου πληθυσμού, οι διαχειριστές υποδομής πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να καθιερώσουν επιβάρυνση (malus) για τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν θορυβώδεις αμαξοστοιχίες. Επιβάρυνση μπορεί να καθιερωθεί μόνον εφόσον καθιερωθεί και πριμοδότηση (bonus). Το ύψος της επιβάρυνσης μπορεί να διαφέρει μεταξύ διαφορετικών σιδηροδρομικών γραμμών και τμημάτων για δεόντως δικαιολογημένους λόγους, ανάλογα ιδίως με την έκθεση του πληττόμενου πληθυσμού στον θόρυβο. Για να μην θιγεί η συνολική ανταγωνιστικότητα του σιδηροδρομικού τομέα, οι επιβαρύνσεις πρέπει να είναι περιορισμένου ύψους και, ούτως ή άλλως, όχι υψηλότερες των πριμοδοτήσεων. Ωστόσο, εάν χρεώνεται το κόστος του θορύβου στις οδικές μεταφορές σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης, δεν πρέπει να επιβάλλεται ο εν λόγω περιορισμός. (11) Το αποτέλεσμα ουσιαστικής μείωσης του θορύβου που οφείλεται στη μετασκευή μπορεί να είναι αισθητό μόνον όταν είναι αθόρυβες σχεδόν όλες οι φορτάμαξες της ίδιας αμαξοστοιχίας. Επιπλέον, πρέπει να προωθηθούν καλύτερες των ελάχιστων απαιτούμενων επιδόσεις θορύβου και η καινοτομία στη μείωση του θορύβου. Ως εκ τούτου, πρέπει να επιτραπούν πρόσθετες πριμοδοτήσεις για τις «αθόρυβες» αμαξοστοιχίες και το «άκρως αθόρυβο» τροχαίο υλικό. (12) Επειδή ένας από τους κύριους στόχους του παρόντος κανονισμού είναι να παρασχεθούν κίνητρα για ταχεία μετασκευή, πρέπει να είναι χρονικά περιορισμένη η διάρκεια του συστήματος πριμοδότησης αλλά ταυτόχρονα και αρκετά μακροχρόνια, για να δοθεί επαρκής χρηματοδοτική στήριξη. Συνεπώς, το σύστημα πρέπει να αρχίσει να εφαρμόζεται όσο το δυνατόν συντομότερα και να λήξει το 2021. Ωστόσο, τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αποφασίσουν κατά πόσον οι διαχειριστές υποδομής πρέπει να εφαρμόσουν το σύστημα μετά την προτεινόμενη ημερομηνία έναρξης. Τα αποτελέσματα των συστημάτων που προϋπάρχουν κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού πρέπει να αναγνωρισθούν και να ληφθούν υπόψη με την πρόβλεψη κατάλληλων μεταβατικών διατάξεων. Η εφαρμογή αυτών των συστημάτων δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να επιφέρει διακρίσεις μεταξύ των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων. (13) Εάν δεν είναι ικανοποιητική η πρόοδος στη μετασκευή των αμαξοστοιχιών, πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη να επιβάλλουν επιβαρύνσεις μετά τη λήξη της διάρκειας του συστήματος υπό τον όρο ότι εφαρμόζεται παρεμφερές μέτρο στον τομέα των οδικών εμπορευματικών μεταφορών. Αυτή η επιβάρυνση πρέπει να συνάδει με τις αρχές εσωτερίκευσης του εξωτερικού κόστους του θορύβου όλων των τρόπων εμπορευματικών μεταφορών, και ιδίως των οδικών. (14) Καθώς οι κάτοχοι φορταμαξών είναι εκείνοι που συνήθως είναι σε θέση να μετασκευάζουν τις φορτάμαξες, ενώ από τις πριμοδοτήσεις θα επωφεληθούν οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, τα κίνητρα πρέπει να έχουν ως αποδέκτες αυτούς που επωμίζονται το κόστος μετασκευής. (15) Σε διάφορες μελέτες έχουν αξιολογηθεί το κόστος μετασκευής και τα αναγκαία κίνητρα που θα καταστήσουν δυνατόν να επιδιωχθεί η μετασκευή σε συνδυασμό με άλλες δυνατότητες χρηματοδότησης. Με βάση τη μελέτη για την υποστήριξη της εκτίμησης των επιπτώσεων από την Επιτροπή, το ελάχιστο εναρμονισμένο ύψος της πριμοδότησης πρέπει να καθοριστεί σε 0,0035 ευρώ ανά άξονα-km. Αυτό το ύψος πριμοδότησης αναμένεται ότι θα παρέχει κίνητρο για τη μετασκευή φορταμαξών που διανύουν 45 000 km ετησίως κατά τη διάρκεια περιόδου έξι ετών, ώστε να καλυφθεί το 50 % του σχετικού κόστους. Θα μπορούσε να αυξηθεί το ύψος της πριμοδότησης ώστε να λαμβάνεται υπόψη ότι η κυκλοφορία φορτάμαξας με τροχοπέδιλα από σύνθετο υλικό επιφέρει αύξηση του λειτουργικού κόστους και ότι στην πράξη μια φορτάμαξα ενδέχεται να κυκλοφορεί λιγότερο από 45 000 km ετησίως. (16) Για να επιτευχθεί γρηγορότερα η μετασκευή των φορταμαξών και να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος πιθανών αρνητικών συνεπειών στην ανταγωνιστικότητα του σιδηροδρομικού τομέα, πρέπει να ενθαρρυνθούν οι κάτοχοι φορταμαξών και οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις να εκμεταλλευθούν τις δυνατότητες της ευρωπαϊκής δημόσιας χρηματοδότησης της μετασκευής που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1316/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), για τη θέσπιση της διευκόλυνσης «Συνδέοντας την Ευρώπη». Για τον ίδιο σκοπό, πρέπει να ενθαρρυνθούν να διαθέσουν σημαντικά εθνικά κονδύλια τα κράτη μέλη που θα αποφασίσουν ότι οι διαχειριστές υποδομής θα εφαρμόσουν το σύστημα. (17) Για να εξασφαλισθεί ισότιμη μεταχείριση όλων των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και να αποφευχθεί η καταβολή πριμοδοτήσεων για τη χρήση φορταμαξών που δεν το δικαιούνται, οι διαχειριστές υποδομής πρέπει να έχουν δεδομένα για τα σχετικά χαρακτηριστικά των φορταμαξών όσον αφορά τον θόρυβο. Για να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος, πρέπει να χρησιμοποιούνται τα υπάρχοντα μητρώα και άλλα εργαλεία, εφόσον υπάρχουν. (18) Οι διαχειριστές υποδομής που θα εφαρμόσουν το σύστημα πρέπει να συνεργάζονται, ώστε να απλουστευθούν και να εναρμονισθούν οι διαδικασίες λειτουργίας του συστήματος, προκειμένου να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος για τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις. (19) Ο παρών κανονισμός πρέπει να εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας 2012/34/ΕΕ που αφορούν τη χρηματοδότηση των υποδομών, τον ισοσκελισμό εσόδων και εξόδων του διαχειριστή υποδομής και τη θεμιτή, ισότιμη και διαφανή πρόσβαση στην υποδομή. (20) Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 62 παράγραφος 3 της οδηγίας 2012/34/ΕΟΚ, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: Άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής 1. Ο παρών κανονισμός καθορίζει τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθεί ο διαχειριστής υποδομής για την εφαρμογή της χρέωσης του κόστους των επιπτώσεων του θορύβου που προκαλείται από το τροχαίο υλικό μεταφοράς εμπορευμάτων. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται όταν κράτος μέλος, εντός του πλαισίου χρέωσης που προβλέπεται στο άρθρο 29 παράγραφος 1 της οδηγίας 2012/34/ΕΕ, αποφασίσει να τροποποιήσει τα τέλη υποδομής σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο αυτής της οδηγίας. 2. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε φορτάμαξες που πληρούν έναν από τους ακόλουθους όρους: α) φορτάμαξες για τις οποίες έχει χορηγηθεί παρέκκλιση από την ΤΠΔ «Θόρυβος» δυνάμει του άρθρου 9 της οδηγίας 2008/57/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5)· β) φορτάμαξες για τις οποίες δεν υπάρχουν πέδιλα πέδησης από σύνθετο υλικό, τα οποία πληρούν την ΤΠΔ «Φορτάμαξες» και είναι δυνατόν να τοποθετηθούν απευθείας σε φορτάμαξα χωρίς περαιτέρω μεταβολή του συστήματος πέδησης ή χωρίς ειδικές δοκιμές· γ) φορτάμαξες από τρίτες χώρες οι οποίες κινούνται σε σιδηροδρομικό δίκτυο εύρους τροχιάς 1 520 ή 1 524 mm και αποτελούν ειδική περίπτωση της ΤΠΔ «Θόρυβος» ή εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής της. 3. Η πριμοδότηση και η επιβάρυνση που απορρέουν από τη διαφορά των τελών πρόσβασης τροχιάς διασφαλίζουν την αμερόληπτη και διαφανή πρόσβαση στις υποδομές. 4. Η διαφορά των τελών πρόσβασης τροχιάς σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό δεν θίγει την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Άρθρο 2 Ορισμοί Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως: 1. «σύστημα»: διατάξεις για την καθιέρωση διαφοροποιημένων ανάλογα με τον θόρυβο τελών πρόσβασης τροχιάς που θα θεσπισθούν και θα εφαρμόζονται από τους διαχειριστές υποδομής· 2. «μετασκευασμένες φορτάμαξες»: υφιστάμενες φορτάμαξες μετασκευασμένες με τροχοπέδιλα από σύνθετο υλικό σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ΤΠΔ «Θόρυβος»· 3. «αθόρυβες φορτάμαξες»: νέες ή υφιστάμενες φορτάμαξες που τηρούν τις οριακές στάθμες θορύβου της ΤΠΔ «Θόρυβος»· 4. «θορυβώδεις φορτάμαξες»: φορτάμαξες που δεν τηρούν τις οριακές στάθμες θορύβου της ΤΠΔ «Θόρυβος»· 5. «θορυβώδης αμαξοστοιχία»: αμαξοστοιχία αποτελούμενη από άνω του 10 % θορυβώδεις φορτάμαξες· 6. «αθόρυβη αμαξοστοιχία»: αμαξοστοιχία αποτελούμενη τουλάχιστον κατά 90 % από αθόρυβες φορτάμαξες· 7. «άκρως αθόρυβες φορτάμαξες και μηχανές έλξης»: φορτάμαξες και μηχανές έλξης με εκπομπές θορύβου τουλάχιστον 3dB κάτω από τις τιμές που ορίζονται στην ΤΠΔ «Θόρυβος»· 8. «πριμοδότηση για μετασκευασμένες φορτάμαξες»: υποχρεωτική έκπτωση επί των τελών πρόσβασης στην υποδομή για σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν μετασκευασμένες φορτάμαξες· 9. «πριμοδότηση αμαξοστοιχίας»: προαιρετική έκπτωση για τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις για κάθε «αθόρυβη αμαξοστοιχία»· 10. «πριμοδότηση για άκρως αθόρυβες φορτάμαξες ή μηχανές έλξης»: προαιρετική έκπτωση για τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις για κάθε άκρως αθόρυβη φορτάμαξα και μηχανή έλξης· 11. «επιβάρυνση»: προαιρετική προσαύξηση των τελών πρόσβασης στην υποδομή που πρέπει να καταβάλλουν οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις για κάθε θορυβώδη αμαξοστοιχία. Άρθρο 3 Σύστημα 1. Με βάση τις διαδικασίες που προβλέπει ο παρών κανονισμός, ο διαχειριστής υποδομής υιοθετεί σύστημα με το οποίο διαφοροποιούνται τα τέλη χρήσης της υποδομής ανάλογα με την εκπεμπόμενη στάθμη θορύβου και το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις σχετικές σιδηροδρομικές επιχειρήσεις. Η εφαρμογή του συστήματος αυτού δεν έχει ως αποτέλεσμα αδικαιολόγητη στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, ούτε θίγει τη συνολική ανταγωνιστικότητα του τομέα των σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών. 2. Το σύστημα εφαρμόζεται έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021. Άρθρο 4 Πριμοδότηση για μετασκευασμένες αμαξοστοιχίες 1. Οι διαχειριστές υποδομής καθιερώνουν πριμοδοτήσεις για τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν μετασκευασμένες φορτάμαξες. Το ύψος της πριμοδότησης είναι το ίδιο για όλο το δίκτυο του διαχειριστή υποδομής και εφαρμόζεται για κάθε μετασκευασμένη φορτάμαξα. 2. Η βάση για τον υπολογισμό του ύψους της πριμοδότησης είναι ο αριθμός των αξόνων φορτάμαξας και το σύνολο των χιλιομέτρων που διανύει κατά την περίοδο που προσδιορίζει ο διαχειριστής υποδομής. 3. Το ελάχιστο ύψος της πριμοδότησης ορίζεται σε 0,0035 ευρώ ανά άξονα-km. 4. Κατά τον καθορισμό του ύψους της πριμοδότησης, ο διαχειριστής υποδομής μπορεί να συνεκτιμά τον πληθωρισμό, τα διανυθέντα χιλιόμετρα των φορταμαξών και το λειτουργικό κόστος που συνδέεται με τη χρήση μετασκευασμένων φορταμαξών. 5. Το ύψος της πριμοδότησης που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 και, κατά περίπτωση, με την παράγραφο 4 καθορίζεται για τουλάχιστον ένα έτος. 6. Οι διαχειριστές υποδομής μπορούν να αποφασίσουν να καταργήσουν ή να μειώσουν το ύψος της πριμοδότησης κατά το ποσό της αξίας των δαπανών μετασκευής, προκειμένου για φορτάμαξες για τις οποίες είχε ήδη καταβληθεί πριμοδότηση που καθιστά δυνατή την ανάκτηση του κόστους μετασκευής. Άρθρο 5 Πριμοδότηση αμαξοστοιχίας 1. Οι διαχειριστές υποδομής επιτρέπεται να καθιερώσουν πριμοδότηση για τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν αθόρυβες αμαξοστοιχίες. 2. Η πριμοδότηση αμαξοστοιχίας ισχύει για κάθε αθόρυβη αμαξοστοιχία. 3. Το ύψος της πριμοδότησης για αθόρυβη αμαξοστοιχία είναι κατ' ανώτατο όριο το 50 % της συνολικής αξίας των πριμοδοτήσεων που εφαρμόζεται για τις μετασκευασμένες φορτάμαξες που συνθέτουν την αμαξοστοιχία και υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4. 4. Η πριμοδότηση για αθόρυβη αμαξοστοιχία υπολογίζεται ως το άθροισμα των πριμοδοτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 4 και 6. Άρθρο 6 Πριμοδότηση για άκρως αθόρυβες και μηχανές έλξης 1. Οι διαχειριστές υποδομής επιτρέπεται να καθιερώσουν πριμοδότηση για τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν άκρως αθόρυβες φορτάμαξες και μηχανές έλξης. 2. Η πριμοδότηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 εφαρμόζεται για κάθε άκρως αθόρυβη φορτάμαξα και μηχανή έλξης. 3. Το ύψος της πριμοδότησης για κάθε άκρως αθόρυβη φορτάμαξα και μηχανή έλξης αντιστοιχεί κατ' αναλογία στη μείωση της στάθμης θορύβου κάτω των οριακών αυτών τιμών, και είναι κατ' ανώτατο όριο το 50 % της αξίας της πριμοδότησης που ισχύει για μετασκευασμένη φορτάμαξα, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4. 4. Η πριμοδότηση για άκρως αθόρυβες φορτάμαξες και μηχανές έλξης υπολογίζεται ως το άθροισμα των πριμοδοτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 4 και 5. Άρθρο 7 Επιβάρυνση 1. Οι διαχειριστές υποδομής επιτρέπεται να καθιερώσουν επιβάρυνση για τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν θορυβώδεις αμαξοστοιχίες. 2. Η επιβάρυνση αμαξοστοιχίας εφαρμόζεται για κάθε θορυβώδη αμαξοστοιχία. 3. Το συνολικό άθροισμα των επιβαρύνσεων που καταβάλλονται κατά τη διάρκεια του συστήματος δεν υπερβαίνει το συνολικό άθροισμα των πριμοδοτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 4, 5 και 6. 4. Επιτρέπεται στους διαχειριστές υποδομής να μην εφαρμόζουν την παράγραφο 3 εφόσον στο οικείο κράτος μέλος εφαρμόζεται παρεμφερής χρέωση του κόστους του θορύβου στις οδικές εμπορευματικές μεταφορές σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης. 5. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να εφαρμόσουν ή να καθιερώσουν επιβαρύνσεις μετά το τέλος της διάρκειας του συστήματος, υπό τον όρο ότι εφαρμόζουν παρόμοιο μέτρο στις οδικές εμπορευματικές μεταφορές σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης. 6. Όταν ο διαχειριστής υποδομής αποφασίσει να καθιερώσει επιβάρυνση και ορίζει το ύψος της δύναται, κατά περίπτωση και μετά από διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, να συνεκτιμά την ευαισθησία της περιοχής που θίγεται από τη σιδηροδρομική εμπορευματική κίνηση, συγκεκριμένα το μέγεθος του πληττόμενου πληθυσμού και την έκθεσή του στον σιδηροδρομικό θόρυβο κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής. Άρθρο 8 Διοικητικές ρυθμίσεις 1. Οι διαχειριστές υποδομής είναι υπεύθυνοι μαζί με τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις για τη διαχείριση του συστήματος, καθώς και για την τήρηση των λογαριασμών των χρηματοοικονομικών ροών. Κατόπιν αιτήματος των αρμόδιων εθνικών αρχών καθιστά διαθέσιμα τα δεδομένα σχετικά με τις εν λόγω χρηματοοικονομικές ροές κατά την περίοδο εφαρμογής του συστήματος και κατά τα επόμενα δέκα έτη μετά τη λήξη του συστήματος. 2. Ο διαχειριστής υποδομής χρησιμοποιεί τα υπάρχοντα μητρώα και άλλα διαθέσιμα εργαλεία, ώστε να συλλέγει αποδεικτικά στοιχεία της κατάστασης των φορταμαξών ή μηχανών έλξης (μετασκευασμένων, αθόρυβων ή θορυβωδών, άκρως αθόρυβων). 3. Εάν δεν είναι δυνατή η συλλογή των δεδομένων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 από μητρώα ή εργαλεία, ο διαχειριστής υποδομής ζητεί από τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις να αποδείξουν την κατάσταση των φορταμαξών και των μηχανών έλξης που σκοπεύουν να χρησιμοποιούν. Στην περίπτωση μετασκευασμένης φορτάμαξας, η σιδηροδρομική επιχείρηση προσκομίζει συναφή τεχνικά ή οικονομικά αποδεικτικά στοιχεία ότι πραγματοποιήθηκε η μετασκευή. Στην περίπτωση αθόρυβων φορταμαξών, η σιδηροδρομική επιχείρηση προσκομίζει την έγκριση θέσης σε λειτουργία ή τυχόν ισοδύναμα στοιχεία. Στην περίπτωση άκρως αθόρυβων φορταμαξών και μηχανών έλξης, η σιδηροδρομική επιχείρηση προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία για τη χαμηλότερη στάθμη θορύβου, καθώς και, κατά περίπτωση, λεπτομερή στοιχεία για τροποποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν με σκοπό την επιπλέον μείωση του θορύβου. 4. Τα διοικητικά μέτρα που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο για τη διαχείριση των υφιστάμενων συστημάτων επιτρέπεται να εξακολουθήσουν να ισχύουν εφόσον συνάδουν με τον παρόντα κανονισμό. 5. Οι διοικητικές δαπάνες του συστήματος δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον προσδιορισμό του ύψους της πριμοδότησης και της επιβάρυνσης. 6. Οι διαχειριστές υποδομής των κρατών μελών που εφαρμόζουν το σύστημα συνεργάζονται, ιδίως όσον αφορά την απλούστευση και την εναρμόνιση των διοικητικών διαδικασιών για την εφαρμογή της χρέωσης του κόστους των επιπτώσεων του θορύβου που προκαλείται από το εμπορευματικό τροχαίο υλικό, όπως προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένης της μορφής των αποδεικτικών στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 3. Άρθρο 9 Κοινοποίηση 1. Τα συστήματα κοινοποιούνται στην Επιτροπή πριν από την έναρξη εφαρμογής τους. 2. Έως την 1η Μαΐου 2016 και έως την 1η Μαΐου κάθε επόμενου έτους, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος τουλάχιστον τα ακόλουθα δεδομένα: α) το πλήθος των φορταμαξών για τις οποίες χορηγήθηκε η αναφερόμενη στο άρθρο 4 πριμοδότηση· β) αναλόγως, το πλήθος των φορταμαξών και των μηχανών έλξης για τις οποίες χορηγήθηκε η αναφερόμενη στο άρθρο 6 πριμοδότηση· γ) αναλόγως, το πλήθος των αμαξοστοιχιών για τις οποίες χορηγήθηκε η αναφερόμενη στο άρθρο 5 πριμοδότηση· δ) αναλόγως, το πλήθος των αμαξοστοιχιών για τις οποίες επιβλήθηκε επιβάρυνση· ε) τα διανυθέντα χιλιόμετρα από τις μετασκευασμένες φορτάμαξες στο οικείο κράτος μέλος· στ) τις εκτιμήσεις διανυθέντων χιλιομέτρων από αθόρυβες και θορυβώδεις αμαξοστοιχίες στο οικείο κράτος μέλος. 3. Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής παρέχονται πρόσθετα στοιχεία εφόσον διατίθενται. Τα στοιχεία αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν: α) το συνολικό ύψος των πριμοδοτήσεων που χορηγήθηκαν για μετασκευασμένες φορτάμαξες, αθόρυβες αμαξοστοιχίες και άκρως αθόρυβες φορτάμαξες και μηχανές έλξης· β) το συνολικό ύψος των επιβαρύνσεων που εισπράχθηκαν· γ) τον μέσο όρο πριμοδότησης και επιβάρυνσης ανά άξονα-km. Άρθρο 10 Επανεξέταση 1. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018, η Επιτροπή αξιολογεί την εφαρμογή των συστημάτων, ιδίως όσον αφορά την πρόοδο μετασκευής των φορταμαξών και το υπόλοιπο εκπτώσεων λόγω πριμοδοτήσεων και ήδη καταβληθεισών επιβαρύνσεων. Επιπλέον, η Επιτροπή αξιολογεί τις επιπτώσεις που έχουν τα συστήματα που εφαρμόζονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό στη συνολική ανταγωνιστικότητα του σιδηροδρομικού εμπορευματικού τομέα και τη μετακύλιση των κινήτρων με βάση το σύστημα από τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις στους κατόχους των αμαξοστοιχιών. 2. Με βάση τα αποτελέσματα της αξιολόγησης, η Επιτροπή ενδέχεται, εάν χρειασθεί, να τροποποιήσει τον παρόντα κανονισμό, ιδίως όσον αφορά το ελάχιστο ύψος της πριμοδότησης. Άρθρο 11 Υπάρχοντα συστήματα 1. Τα υπάρχοντα κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού συστήματα, καθώς και οι συμβάσεις που βασίζονται στα συστήματα αυτά, επιτρέπεται να συνεχίσουν να ισχύουν έως τις 10 Δεκεμβρίου 2016. Το σύστημα που προβλέπει ο παρών κανονισμός επιτρέπεται να εφαρμοστεί μόνον μετά τη λήξη των υπαρχόντων συστημάτων. Δεν απαιτείται να τερματισθούν τα υφιστάμενα συστήματα εφόσον ο διαχειριστής υποδομής έχει θέσει σε εφαρμογή το σύστημα και τις συμβάσεις βάσει αυτού σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό έως τις 11 Δεκεμβρίου 2016. 2. Οι διαχειριστές υποδομής στα κράτη μέλη, τα οποία είχαν καθιερώσει συστήματα, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν το άρθρο 3 παράγραφος 2, εφόσον η συνολική διάρκεια των συστημάτων τους είναι τουλάχιστον εξαετής. Άρθρο 12 Έναρξη ισχύος Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από τις 16 Ιουνίου 2015. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και εφαρμόζεται άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Βρυξέλλες, 13 Μαρτίου 2015.
multi_eurlex
20,824
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΉ ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 5ης Δεκεμβρίου 2013 σχετικά με τη χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης στο πλαίσιο έκτακτων μέτρων για την καταπολέμηση της ψευδοπανώλης των πτηνών στην Κύπρο το 2013 [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2013) 8560] (Το κείμενο στην ελληνική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό) (2013/724/ΕΕ) Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Έχοντας υπόψη την απόφαση 2009/470/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2009, σχετικά με ορισμένες δαπάνες στον κτηνιατρικό τομέα (1), και ιδίως το άρθρο 6 παράγραφος 2, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Η ψευδοπανώλη των πτηνών είναι λοιμώδης ιογενής νόσος των πουλερικών και άλλων πτηνών σε αιχμαλωσία, η οποία μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην κερδοφορία της πτηνοτροφίας και να διαταράξει το εμπόριο εντός της Ένωσης και τις εξαγωγές προς τρίτες χώρες. (2) Στην περίπτωση επιδημικής έξαρσης της ψευδοπανώλης των πτηνών, υπάρχει κίνδυνος να διαδοθεί ο παράγοντας της νόσου σε άλλες πτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις εντός του συγκεκριμένου κράτους μέλους αλλά επίσης και σε άλλα κράτη μέλη και σε τρίτες χώρες μέσω του εμπορίου ζώντων πουλερικών και προϊόντων τους. (3) Η οδηγία 92/66/ΕΟΚ του Συμβουλίου (2) θεσπίζει μέτρα τα οποία, σε περίπτωση επιδημικής έξαρσης της ψευδοπανώλης των πτηνών, πρέπει να εφαρμόζονται επειγόντως από τα κράτη μέλη, ώστε να προλαμβάνεται η περαιτέρω εξάπλωση του ιού. (4) Σύμφωνα με το άρθρο 84 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), της ανάληψης δαπάνης από τον προϋπολογισμό της Ένωσης προηγείται απόφαση χρηματοδότησης που καθορίζει τα ουσιώδη στοιχεία της ενέργειας που συνεπάγεται δαπάνη και εκδίδεται από το όργανο ή από τις αρχές τις οποίες έχει εξουσιοδοτήσει το όργανο. (5) Η απόφαση 2009/470/ΕΚ ορίζει τις διαδικασίες που διέπουν τη χρηματοδοτική συμμετοχή της Ένωσης για τη λήψη συγκεκριμένων κτηνιατρικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των έκτακτων μέτρων. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 και το άρθρο 6 παράγραφος 2 της εν λόγω απόφασης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν χρηματοδοτική συνδρομή για την κάλυψη του κόστους ορισμένων μέτρων που λαμβάνονται για την εξάλειψη της ψευδοπανώλης των πτηνών. (6) Στο άρθρο 3 παράγραφος 6 της απόφασης 2009/470/ΕΚ καθορίζονται κανόνες για το ποσοστό των δαπανών των κρατών μελών οι οποίες μπορούν να καλυφθούν από τη χρηματοδοτική συμμετοχή της Ένωσης. (7) Η καταβολή χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης στο πλαίσιο έκτακτων μέτρων εξάλειψης της ψευδοπανώλης των πτηνών υπόκειται στους κανόνες που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 349/2005 της Επιτροπής (4). (8) Κρούσματα ψευδοπανώλης της γρίπης εμφανίστηκαν στην Κύπρο. Η Κύπρος έλαβε μέτρα σύμφωνα με την οδηγία 92/66/ΕΟΚ για να καταπολεμήσει τις εστίες αυτές. (9) Οι αρχές της Κύπρου ενημέρωσαν την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη στο πλαίσιο της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων για τα μέτρα που εφαρμόζονται σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την κοινοποίηση και την εκρίζωση της νόσου και τα αποτελέσματά τους. (10) Συνεπώς, οι αρχές της Κύπρου έχουν εκπληρώσει τις τεχνικές και διοικητικές υποχρεώσεις τους όσον αφορά τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 της απόφασης 2009/470/ΕΚ και στο άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 349/2005. (11) Στο παρόν στάδιο δεν μπορεί να καθοριστεί το ακριβές ποσό της χρηματοδοτικής συνδρομής από την Ένωση, καθώς τα στοιχεία που παρασχέθηκαν σχετικά με το κόστος αποζημίωσης και τις λειτουργικές δαπάνες αποτελούν εκτιμήσεις. (12) Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ: Άρθρο 1 Χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης στην Κύπρο 1. Η Ένωση μπορεί να χορηγήσει στην Κύπρο χρηματοδοτική συνδρομή για τις δαπάνες που πραγματοποίησε το εν λόγω κράτος μέλος το 2013 στο πλαίσιο της λήψης μέτρων για την καταπολέμηση της ψευδοπανώλης των πτηνών, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 και το άρθρο 6 παράγραφος 2 της απόφασης 2009/470/ΕΚ. 2. Το ύψος της χρηματοδοτικής συνδρομής που προβλέπεται στην παράγραφο 1 καθορίζεται σε μεταγενέστερη απόφαση η οποία θα εκδοθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 40 παράγραφος 2 της απόφασης 2009/470/ΕΚ. Άρθρο 2 Διαδικασίες πληρωμής Καταβάλλεται μια πρώτη δόση ύψους 250 000 ευρώ το 2013 στην Κύπρο ως τμήμα της ενωσιακής χρηματοδοτικής συνδρομής που προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1. Άρθρο 3 Αποδέκτης Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Κυπριακή Δημοκρατία. Βρυξέλλες, 5 Δεκεμβρίου 2013.
multi_eurlex
4,081
ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 840/2013 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 30ής Αυγούστου 2013 για τη θέσπιση απαγόρευσης της αλιείας κοκκινόψαρου στα ύδατα της ΕΕ και στα διεθνή ύδατα των ζωνών V, XII και XIV από σκάφη που φέρουν σημαία Λετονίας Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2009, περί θεσπίσεως κοινοτικού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής (1), και ιδίως το άρθρο 36 παράγραφος 2, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 40/2013 του Συμβουλίου, της 21ης Ιανουαρίου 2013, για τον καθορισμό, για το 2013, των αλιευτικών δυνατοτήτων που διατίθενται στα ύδατα ΕΕ, και σε σκάφη ΕΕ, σε ορισμένα ύδατα εκτός ΕΕ, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων που αποτελούν αντικείμενο διεθνών διαπραγματεύσεων ή συμφωνιών (2), καθορίζει ποσοστώσεις για το 2013. (2) Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έλαβε η Επιτροπή, για τα αλιεύματα του αποθέματος το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, που έχουν αλιευθεί από σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στο κράτος μέλος που αναφέρεται στο εν λόγω παράρτημα, έχει εξαντληθεί η ποσόστωση που έχει κατανεμηθεί για το 2013. (3) Ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η απαγόρευση των αλιευτικών δραστηριοτήτων για το εν λόγω απόθεμα, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: Άρθρο 1 Εξάντληση ποσόστωσης Η αλιευτική ποσόστωση που κατανεμήθηκε στο κράτος μέλος, το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, για το απόθεμα που αναφέρεται σε αυτό για το 2013, θεωρείται ότι έχει εξαντληθεί από την ημερομηνία που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα. Άρθρο 2 Απαγορεύσεις Οι αλιευτικές δραστηριότητες για το απόθεμα που αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού από σκάφη που φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στο κράτος μέλος το οποίο αναφέρεται σε αυτό απαγορεύονται από την ημερομηνία που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα. Απαγορεύεται ειδικότερα η διατήρηση επί του σκάφους, η μετατόπιση, η μεταφόρτωση ή η εκφόρτωση ιχθύων από το υπόψη απόθεμα, οι οποίοι έχουν αλιευθεί από τα σκάφη αυτά μετά την εν λόγω ημερομηνία. Άρθρο 3 Έναρξη ισχύος Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της ημέρας δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Βρυξέλλες, 30 Αυγούστου 2013.
multi_eurlex
2,195
ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1220/2013 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 27ης Νοεμβρίου 2013 περί θέσπισης απαγόρευσης της αλιείας γάδου στη ζώνη NAFO 3M από σκάφη που φέρουν σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2009, περί θεσπίσεως κοινοτικού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής (1), και ιδίως το άρθρο 36 παράγραφος 2, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 40/2013 του Συμβουλίου, της 21ης Ιανουαρίου 2013, για τον καθορισμό, για το 2013, των αλιευτικών δυνατοτήτων που διατίθενται στα ύδατα ΕΕ, και σε σκάφη ΕΕ, σε ορισμένα ύδατα που δεν ανήκουν στην ΕΕ, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων που αποτελούν αντικείμενο διεθνών διαπραγματεύσεων ή συμφωνιών (2), καθορίζει ποσοστώσεις για το 2013. (2) Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έλαβε η Επιτροπή, τα αλιεύματα του αποθέματος το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, από σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στο κράτος μέλος που αναφέρεται σε αυτό, έχουν εξαντλήσει την ποσόστωση που έχει κατανεμηθεί για το 2013. (3) Ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η απαγόρευση των αλιευτικών δραστηριοτήτων για το εν λόγω απόθεμα, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: Άρθρο 1 Εξάντληση ποσόστωσης Η αλιευτική ποσόστωση που κατανεμήθηκε στο κράτος μέλος, το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, σχετικά με το απόθεμα που αναφέρεται σε αυτό για το 2013, θεωρείται ότι έχει εξαντληθεί από την ημερομηνία που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα. Άρθρο 2 Απαγορεύσεις Οι αλιευτικές δραστηριότητες για το απόθεμα που αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού από σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στο κράτος μέλος που αναφέρεται στο εν λόγω παράρτημα, απαγορεύονται από την ημερομηνία που ορίζεται στο εν λόγω παράρτημα. Απαγορεύεται ειδικότερα η διατήρηση επί του σκάφους, η μετατόπιση, η μεταφόρτωση ή η εκφόρτωση ιχθύων από το υπόψη απόθεμα που έχουν αλιευθεί από τα σκάφη αυτά μετά την εν λόγω ημερομηνία. Άρθρο 3 Θέση σε ισχύ Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Βρυξέλλες, 27 Νοεμβρίου 2013.
multi_eurlex
2,150
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΉ ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 17ης Ιουλίου 2014 για την έγκριση μεθόδων κατάταξης σφαγίων χοίρων στη Σουηδία και την κατάργηση της απόφασης 97/370/ΕΚ [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 4946] (Το κείμενο στη σουηδική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό) (2014/476/ΕΕ) Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (1), και ιδίως το άρθρο 20 στοιχείο ιστ), Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Το παράρτημα IV τμήμα B.IV σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 προβλέπει ότι, για την ταξινόμηση σφαγίων χοίρων, η περιεκτικότητα σε άπαχο κρέας πρέπει να εκτιμάται με μεθόδους κατάταξης που εγκρίνονται από την Επιτροπή. Επιτρέπεται να εγκρίνονται μόνο στατιστικώς αποδεδειγμένες μέθοδοι εκτίμησης που βασίζονται στη φυσική μέτρηση ενός ή περισσοτέρων ανατομικών μερών του σφαγίου χοίρου. Η έγκριση των μεθόδων κατάταξης θα πρέπει να εξαρτάται από την τήρηση μέγιστης ανοχής για το στατιστικό σφάλμα εκτίμησης. Η ανοχή αυτή καθορίζεται στο άρθρο 23 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/2008 της Επιτροπής (2). (2) Με την απόφαση 97/370/ΕΚ της Επιτροπής (3) επιτράπηκε η χρήση τριών μεθόδων κατάταξης σφαγίων χοίρων στη Σουηδία. (3) Επειδή είναι αναγκαία η τεχνική προσαρμογή των εγκεκριμένων μεθόδων κατάταξης, η Σουηδία ζήτησε από την Επιτροπή να εγκρίνει την αντικατάσταση του μαθηματικού τύπου που χρησιμοποιείται στις μεθόδους «Intra-scope (Optical Probe)», «Hennessy Grading Probe (HGP II)» και «AutoFom», καθώς και να εγκρίνει τις δυο νέες μεθόδους «Fat-O-Meat'er II (FOM II)» και «Hennessy Grading Probe 7 (HGP 7)» για την κατάταξη των σφαγίων χοίρων στο έδαφός της. Η Σουηδία υπέβαλε λεπτομερή περιγραφή της δοκιμασίας τεμαχισμού, αναφέροντας τις αρχές στις οποίες βασίζονται οι νέοι μαθηματικοί τύποι, το αποτέλεσμα της δοκιμασίας τεμαχισμού και τις εξισώσεις που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της εκατοστιαίας αναλογίας άπαχου κρέατος στο πρωτόκολλο που προβλέπεται στο άρθρο 23 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/2008. (4) Από την εξέταση της αίτησης αυτής προέκυψε ότι πληρούνται οι όροι έγκρισης των νέων αυτών μαθηματικών τύπων και μεθόδων. Συνεπώς, θα πρέπει να εγκριθούν οι εν λόγω μαθηματικοί τύποι και μέθοδοι κατάταξης στη Σουηδία. (5) Δεν θα πρέπει να επιτρέπεται καμία τροποποίηση των συσκευών ή των μεθόδων κατάταξης, εκτός εάν επιτραπεί ρητά με εκτελεστική απόφαση της Επιτροπής. (6) Για λόγους σαφήνειας και ασφάλειας δικαίου, θα πρέπει να εκδοθεί νέα απόφαση. Επομένως, η απόφαση 97/370/ΕΚ θα πρέπει να καταργηθεί. (7) Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής για την κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ: Άρθρο 1 Επιτρέπεται η χρήση των ακόλουθων μεθόδων για την κατάταξη των σφαγίων χοίρων στη Σουηδία, σύμφωνα με το παράρτημα IV τμήμα B.IV σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013: α) η συσκευή «Intra-scope (Optical Probe)» και οι σχετικές μέθοδοι εκτίμησης, που περιγράφονται λεπτομερώς στο μέρος I του παραρτήματος· β) η συσκευή «Hennessy Grading Probe 2 (HGP 2)» και οι σχετικές μέθοδοι εκτίμησης, που περιγράφονται λεπτομερώς στο μέρος II του παραρτήματος· γ) η συσκευή «AutoFom III» και οι σχετικές μέθοδοι εκτίμησης, που περιγράφονται λεπτομερώς στο μέρος III του παραρτήματος· δ) η συσκευή «Fat-O-Meat'er II (FOM II)» και οι σχετικές μέθοδοι εκτίμησης, που περιγράφονται λεπτομερώς στο μέρος IV του παραρτήματος· ε) η συσκευή «Hennessy Grading Probe 7 (HGP 7)» και οι σχετικές μέθοδοι εκτίμησης, που περιγράφονται λεπτομερώς στο μέρος V του παραρτήματος. Άρθρο 2 Δεν επιτρέπεται καμία τροποποίηση των εγκεκριμένων συσκευών ή των μεθόδων κατάταξης, εκτός εάν έχει εγκριθεί ρητά με εκτελεστική απόφαση της Επιτροπής. Άρθρο 3 Η απόφαση 97/370/ΕΚ καταργείται. Άρθρο 4 Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 2014. Άρθρο 5 Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο της Σουηδίας. Βρυξέλλες, 17 Ιουλίου 2014.
multi_eurlex
3,604
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 208/2013 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 11ης Μαρτίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις ανιχνευσιμότητας όσον αφορά τα φύτρα και τους σπόρους που προορίζονται για την παραγωγή φύτρων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (1), και ιδίως το άρθρο 18 παράγραφος 5, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 θεσπίζει τις γενικές αρχές που διέπουν γενικά τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές, ειδικότερα δε την ασφάλεια των τροφίμων και των ζωοτροφών, στην Ένωση και σε εθνικό επίπεδο. Το άρθρο 18 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι η ανιχνευσιμότητα των τροφίμων, των ζωοτροφών, των ζώων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τροφίμων και οποιασδήποτε άλλης ουσίας που προορίζεται για ενσωμάτωση σε ένα τρόφιμο ή σε μια ζωοτροφή ή αναμένεται ότι θα ενσωματωθεί σε αυτά πρέπει να διασφαλίζεται σε όλα τα στάδια παραγωγής, μεταποίησης και διανομής. (2) Το εν λόγω άρθρο προβλέπει επίσης ότι οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίμων πρέπει να είναι σε θέση να αναγνωρίζουν κάθε πρόσωπο από το οποίο έχουν προμηθευτεί ένα τρόφιμο και, επίσης, να καθιερώνουν συστήματα και διαδικασίες για την αναγνώριση των άλλων επιχειρήσεων στις οποίες προμηθεύουν τα προϊόντα τους. Αυτές οι πληροφορίες πρέπει να είναι διαθέσιμες στις αρμόδιες αρχές, εάν αυτές το ζητήσουν. (3) Μετά την εμφάνιση του βακτηριδίου E. coli που παράγει σιγκατοξίνη (STEC) τον Μάιο του 2011 στην Ένωση, διαπιστώθηκε ότι η κατανάλωση φύτρων είναι η πλέον πιθανή αιτία των κρουσμάτων. (4) Στις 20 Οκτωβρίου 2011 η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων («EFSA») εξέδωσε επιστημονική γνώμη σχετικά με τον κίνδυνο της σιγκατοξίνης που παράγεται από το βακτηρίδιο Escherichia coli (STEC) και άλλα παθογόνα βακτήρια για τους σπόρους προς σπορά και τους σπόρους με φύτρο (2). Στη γνώμη της, η EFSA κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μόλυνση ξηρών σπόρων με παθογόνα βακτήρια είναι η πιθανότερη αρχική πηγή των κρουσμάτων που συνδέονται με την κατανάλωση φύτρων. Επιπλέον, στη γνώμη αναφέρεται ότι, λόγω της υψηλής υγρασίας και της ευνοϊκής θερμοκρασίας κατά τη βλάστηση, τα παθογόνα βακτήρια που βρίσκονται στους ξηρούς σπόρους μπορούν να πολλαπλασιαστούν κατά τη βλάστηση και να αποτελέσουν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. (5) Η ανιχνευσιμότητα είναι αποτελεσματικό εργαλείο που εξασφαλίζει την ασφάλεια των τροφίμων, δεδομένου ότι παρέχει τη δυνατότητα ανίχνευσης των τροφίμων σε όλα τα στάδια της παραγωγής, της μεταποίησης και της διανομής, επιτρέποντας έτσι την ταχεία αντίδραση σε περίπτωση εμφάνισης τροφιμογενών λοιμώξεων. Ειδικότερα, η ανιχνευσιμότητα ορισμένων τροφίμων μη ζωικής προέλευσης μπορεί να βοηθήσει στην απόσυρση των μη ασφαλών τροφίμων από την αγορά, προστατεύοντας έτσι τους καταναλωτές. (6) Για να εξασφαλίζεται η ανιχνευσιμότητα, σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002, οι ονομασίες και οι διευθύνσεις των υπεύθυνων επιχειρήσεων τροφίμων που προμηθεύουν φύτρα ή σπόρους που προορίζονται για την παραγωγή φύτρων, καθώς και οι ονομασίες και οι διευθύνσεις των υπεύθυνων των επιχειρήσεων τροφίμων στις οποίες οι εν λόγω σπόροι ή φύτρα παρασχέθηκαν πρέπει να είναι πάντα διαθέσιμες. Η απαίτηση βασίζεται στην προσέγγιση «ένα βήμα πίσω - ένα βήμα μπροστά», που συνεπάγεται ότι οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίμων εφαρμόζουν ένα σύστημα που τους δίνει τη δυνατότητα να αναγνωρίζουν τον (τους) άμεσο(-ους) προμηθευτή(-ές) τους και τον (τους) άμεσο(-ους) πελάτη(-ες) τους, εκτός αν πρόκειται για τελικούς καταναλωτές. (7) Οι συνθήκες παραγωγής φύτρων μπορεί να παρουσιάζουν πιθανώς υψηλό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, δεδομένου ότι μπορεί να συνεπάγονται σημαντική αύξηση του αριθμού των τροφιμογενών παθογόνων παραγόντων. Στην περίπτωση εκδήλωσης τροφιμογενούς λοίμωξης που συνδέεται με την κατανάλωση φύτρων, έχει επομένως ουσιαστική σημασία η ταχεία ανίχνευση των σχετικών βασικών προϊόντων για τον περιορισμό των επιπτώσεων αυτής της εκδήλωσης λοίμωξης στη δημόσια υγεία. (8) Επιπλέον, το εμπόριο σπόρων που προορίζονται για την παραγωγή φύτρων είναι πολύ διαδεδομένο, πράγμα το οποίο αυξάνει την ανάγκη ανιχνευσιμότητας. (9) Επομένως θα πρέπει να θεσπισθούν με τον παρόντα κανονισμό ειδικοί κανόνες για την ανιχνευσιμότητα των φύτρων και των σπόρων που προορίζονται για την παραγωγή φύτρων. (10) Ειδικότερα, είναι σκόπιμο να θεσπιστεί η απαίτηση ότι οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίμων παρέχουν συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τον όγκο ή την ποσότητα τέτοιων σπόρων ή φύτρων, την ημερομηνία αποστολής, μαζί με στοιχεία αναγνώρισης της παρτίδας, καθώς και λεπτομερή περιγραφή των σπόρων ή των φύτρων. (11) Προκειμένου να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος για τους υπευθύνους των επιχειρήσεων τροφίμων, ενδείκνυται να προβλεφθεί ευελιξία όσον αφορά το μορφότυπο το οποίο οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων χρησιμοποιούν για τα μητρώα τους και για τη διαβίβαση των σχετικών πληροφοριών προς εκπλήρωση των απαιτήσεων ανιχνευσιμότητας. (12) Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: Άρθρο 1 Αντικείμενο Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες σχετικά με την ανιχνευσιμότητα των παρτίδων: i) φύτρων· ii) σπόρων που προορίζονται για την παραγωγή φύτρων. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται για τα φύτρα που έχουν υποβληθεί σε επεξεργασία για την εξάλειψη των μικροβιολογικών κινδύνων, συμβατή με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άρθρο 2 Ορισμοί Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί: α) ως «φύτρα» νοούνται τα προϊόντα που λαμβάνονται από τη βλάστηση των σπόρων και την ανάπτυξή τους σε νερό ή άλλο μέσο, συγκομίζονται πριν την ανάπτυξη πραγματικών φύλλων και προορίζονται να καταναλωθούν ολόκληρα, μαζί με το σπόρο· β) «παρτίδα» νοείται η ποσότητα φύτρων ή σπόρων που προορίζονται για την παραγωγή φύτρων με την ίδια ταξινομική ονομασία, η οποία αποστέλλεται από την ίδια εγκατάσταση στον ίδιο προορισμό την ίδια ημέρα. Μία ή περισσότερες παρτίδες που μπορούν να αποτελέσουν μια αποστολή. Ωστόσο, σπόροι με διαφορετική ταξινομική ονομασία, οι οποίοι έχουν αναμειχθεί στην ίδια συσκευασία και προορίζονται να βλαστήσουν μαζί, και τα φύτρα τους θεωρούνται επίσης ως μία και μόνη παρτίδα. Επιπλέον, ο ορισμός της «αποστολής» στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 211/2013 της Επιτροπής (3) εφαρμόζεται για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Άρθρο 3 Απαιτήσεις ανιχνευσιμότητας 1. Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων σε όλα τα στάδια της παραγωγής, της μεταποίησης και της διανομής εξασφαλίζουν ότι τηρούνται μητρώα με τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τις παρτίδες σπόρων που προορίζονται για την παραγωγή φύτρων ή με τις παρτίδες φύτρων. Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων εξασφαλίζουν επίσης ότι οι πληροφορίες που απαιτούνται για να συμμορφωθούν με τις παρούσες διατάξεις διαβιβάζονται στον υπεύθυνο επιχείρησης τροφίμων στον οποίο παρέχονται οι σπόροι ή τα φύτρα: α) ακριβής περιγραφή των σπόρων ή φύτρων, συμπεριλαμβανομένης της ταξινομικής ονομασίας του φυτού· β) όγκος ή ποσότητα των σπόρων ή φύτρων που παρέχονται· γ) εφόσον οι σπόροι ή τα φύτρα είχαν αποσταλεί από άλλο υπεύθυνο επιχείρησης τροφίμων, η επωνυμία και η διεύθυνση των εξής: i) του υπεύθυνου της επιχείρησης τροφίμων από την οποία εστάλησαν οι σπόροι ή τα φύτρα· ii) του αποστολέα (ιδιοκτήτη), εάν είναι άλλος από τον υπεύθυνο της επιχείρησης τροφίμων από την οποία εστάλησαν οι σπόροι ή τα φύτρα· δ) η επωνυμία και η διεύθυνση του υπευθύνου της επιχείρησης τροφίμων στην οποία εστάλησαν οι σπόροι ή τα φύτρα· ε) η επωνυμία και η διεύθυνση του αποστολέα (ιδιοκτήτη), αν διαφέρει από τον υπεύθυνο επιχείρησης τροφίμων στην οποία εστάλησαν οι σπόροι ή τα φύτρα· στ) στοιχεία αναγνώρισης της παρτίδας, ανάλογα με την περίπτωση· ζ) η ημερομηνία αποστολής. 2. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να διατηρούνται σε μητρώα και να διαβιβάζονται με οποιονδήποτε κατάλληλο τρόπο, υπό την προϋπόθεση ότι θα είναι εύκολα ανακτήσιμες από τον υπεύθυνο της επιχείρησης τροφίμων στην οποία παρέχονται οι σπόροι ή τα φύτρα. 3. Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων οφείλουν να διαβιβάσουν τις σχετικές πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε καθημερινή βάση. Τα μητρώα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 επικαιροποιούνται καθημερινά και τηρούνται διαθέσιμα για ένα επαρκές χρονικό διάστημα μετά από το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι τα φύτρα έχουν καταναλωθεί. 4. Ο υπεύθυνος επιχείρησης τροφίμων παρέχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στην αρμόδια αρχή, κατόπιν αιτήσεως, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Άρθρο 4 Απαιτήσεις ανιχνευσιμότητας για εισαγόμενους σπόρους και φύτρα 1. Οι αποστολές σπόρων που προορίζονται για την παραγωγή φύτρων και οι αποστολές φύτρων συνοδεύονται, όταν εισάγονται στην Ένωση, από το πιστοποιητικό που προβλέπεται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 211/2013. 2. Ο υπεύθυνος της επιχείρησης τροφίμων που εισάγει σπόρους ή φύτρα διατηρεί το πιστοποιητικό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 για αρκετό χρονικό διάστημα μετά το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι τα φύτρα έχουν καταναλωθεί. 3. Κάθε υπεύθυνος επιχείρησης τροφίμων η οποία εμπορεύεται τους εισαγόμενους σπόρους που προορίζονται για την παραγωγή φύτρων υποβάλλει αντίγραφα του πιστοποιητικού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σε κάθε υπεύθυνο επιχείρησης τροφίμων στην οποία οι σπόροι αποστέλλονται, μέχρις ότου οι εν λόγω σπόροι παραληφθούν από τον παραγωγό των φύτρων. Όταν οι σπόροι που προορίζονται για την παραγωγή φύτρων πωλούνται συσκευασμένοι λιανικώς, κάθε υπεύθυνος επιχείρησης τροφίμων η οποία εμπορεύεται τους εισαγόμενους σπόρους υποβάλλει αντίγραφα του πιστοποιητικού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σε κάθε υπεύθυνο επιχείρησης τροφίμων στην οποία οι σπόροι αποστέλλονται, μέχρις ότου οι εν λόγω σπόροι συσκευαστούν προς λιανική πώληση. Άρθρο 5 Έναρξη ισχύος και εφαρμογή Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 2013. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Βρυξέλλες, 11 Μαρτίου 2013.
multi_eurlex
9,289
ΟΔΗΓΊΑ 2013/47/ΕΕ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 2ας Οκτωβρίου 2013 για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/126/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την άδεια οδήγησης (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Έχοντας υπόψη την οδηγία 2006/126/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, για την άδεια οδήγησης (1), και ιδίως το άρθρο 8, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Η οδηγία 2012/36/ΕΕ της Επιτροπής, της 19ης Νοεμβρίου 2012, για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/126/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την άδεια οδήγησης (2) προβλέπει την τεχνική προσαρμογή του παραρτήματος II σε σχέση με τις προδιαγραφές για οχήματα δοκιμής, λαμβανομένης υπόψη της τεχνικής εξέλιξης των διαφόρων κατηγοριών οχημάτων. (2) Το παράρτημα II μέρος I στοιχείο Β σημείο 5.2 της οδηγίας 2006/126/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2012/36/ΕΕ, ορίζει ότι τα οχήματα της κατηγορίας Α που χρησιμοποιούνται στις εξετάσεις προσόντων και συμπεριφοράς είναι σύμφωνα με ορισμένα ελάχιστα κριτήρια. Ειδικότερα, οι μοτοσικλέτες που χρησιμοποιούνται για τις εξετάσεις διαθέτουν μάζα άνευ φορτίου μεγαλύτερη των 180 kg, με ονομαστική ισχύ τουλάχιστον 50 kW. Εάν η μοτοσικλέτα είναι εξοπλισμένη με κινητήρα εσωτερικής καύσης, ο κυλινδρισμός του κινητήρα πρέπει να είναι τουλάχιστον 600 cm3. Εάν η μοτοσικλέτα είναι εξοπλισμένη με ηλεκτρικό κινητήρα, η ισχύς ανά μονάδα βάρους του οχήματος πρέπει να είναι τουλάχιστον 0,25 kW/kg. (3) Προκειμένου να επιτραπεί στους υπευθύνους κατάρτισης να προσαρμόσουν τον εξοπλισμό τους, μεταξύ άλλων και τις μοτοσικλέτες, στην τεχνολογική εξέλιξη των οχημάτων που διατίθενται στην αγορά, θα πρέπει να καθοριστεί μεταβατική περίοδος έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018, για να δοθεί στα κράτη μέλη η δυνατότητα να επιτρέπουν τη χρήση μοτοσικλετών κατηγορίας Α που συμμορφώνονται με τις προδιαγραφές οι οποίες ίσχυαν πριν από τις τροποποιήσεις που εισήγαγε η οδηγία 2012/36/ΕΕ. (4) Επομένως, η οδηγία 2006/126/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως, (5) Τα προβλεπόμενα μέτρα στην παρούσα οδηγία είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής για τις άδειες οδήγησης, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ: Άρθρο 1 Στο παράρτημα II μέρος I σημείο B5.2 της οδηγίας 2006/126/ΕΚ σχετικά με τα οχήματα κατηγορίας Α, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος: «Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν τη χρήση μοτοσικλετών της κατηγορίας Α, των οποίων η μάζα άνευ φορτίου είναι μικρότερη από 180 kg, και ονομαστικής ισχύος τουλάχιστον 40 kW και κάτω των 50 kW, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018.». Άρθρο 2 1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο την 31η Δεκεμβρίου 2013. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων. Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη. 2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία. Άρθρο 3 Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άρθρο 4 Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη. Βρυξέλλες, 2 Οκτωβρίου 2013.
multi_eurlex
3,081
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1355/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 17ης Δεκεμβρίου 2014 για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 σχετικά με την έγκριση ορισμένων κωδίκων και συναφών τροποποιήσεων ορισμένων συμβάσεων και πρωτοκόλλων από τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΔΝΟ) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 391/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων (1), και ιδίως το άρθρο 13 παράγραφος 2, Ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία ελέγχου της συμβατότητας που προβλέπεται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) (2), Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή συνεργάζονται για να ορίσουν, ανάλογα με την περίπτωση, κοινή θέση ή προσέγγιση στους αρμόδιους διεθνείς φορείς με στόχο τον περιορισμό των κινδύνων σύγκρουσης μεταξύ της ναυτιλιακής νομοθεσίας της Ένωσης και διεθνών νομοθετημάτων. (2) Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 391/2009, μαζί με την οδηγία 2009/15/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), αποτελεί συνεκτικό νομοθέτημα όταν οι δραστηριότητες των αναγνωρισμένων οργανισμών ρυθμίζονται με συνεκτικό τρόπο σύμφωνα με τις ίδιες αρχές και τους ίδιους ορισμούς. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/15/ΕΚ, εάν κράτος μέλος αποφασίσει για τα πλοία που φέρουν τη σημαία του να εξουσιοδοτήσει έναν οργανισμό να εκτελεί για λογαριασμό του επιθεωρήσεις και ελέγχους που σχετίζονται με θεσμοθετημένα πιστοποιητικά, αναθέτει τα καθήκοντα αυτά μόνο σε αναγνωρισμένο οργανισμό ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο ζ) της εν λόγω οδηγίας, νοείται ως οργανισμός αναγνωρισμένος σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 391/2009. Επομένως, οι κανόνες βάσει των οποίων οι οικείοι οργανισμοί αναγνωρίζονται έχουν αντίκτυπο και στις δύο πράξεις. (3) Ως «διεθνείς συμβάσεις», κατά το άρθρο 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, νοούνται η διεθνής σύμβαση για την ασφάλεια της ζωής στη θάλασσα της 1ης Νοεμβρίου 1974 (SOLAS 74), εξαιρουμένου του κεφαλαίου XI-2 του παραρτήματος της, η διεθνής σύμβαση περί γραμμών φορτώσεως πλοίων της 5ης Απριλίου 1966 και η διεθνής σύμβαση για την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία της 2ας Νοεμβρίου 1973 (MARPOL), καθώς και τα σχετικά με τις συμβάσεις αυτές πρωτόκολλα και τροποποιήσεις και οι συναφείς κώδικες που έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα σε όλα τα κράτη μέλη στην ενημερωμένη τους έκδοση. (4) Η Συνέλευση του ΔΝΟ στην 28η σύνοδό της ενέκρινε κώδικα εφαρμογής των πράξεων του ΔΝΟ (κώδικας ΙΙΙ), όπως αυτός ορίζεται στο ψήφισμα Α.1070(28) του ΔΝΟ της 4ης Δεκεμβρίου 2013, καθώς και τροποποιήσεις στη σύμβαση περί γραμμών φορτώσεως, ώστε να καταστεί υποχρεωτικός ο κώδικας ΙΙΙ, μαζί με σχετικό σύστημα ελέγχου του κράτους σημαίας, όπως ορίζεται στο ψήφισμα Α.1083(28) του ΔΝΟ της 4ης Δεκεμβρίου 2013. (5) Η επιτροπή προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος του ΔΝΟ (MEPC), στην 66η σύνοδό της, ενέκρινε τροποποιήσεις στο πρωτόκολλο του 1978 της σύμβασης MARPOL, όπως διατυπώνεται στο ψήφισμα MEPC.246(66) της 4ης Απριλίου 2014, καθώς και στο πρωτόκολλο της σύμβασης MARPOL του 1997, όπως τροποποιήθηκε με το σχετικό πρωτόκολλο του 1978, όπως ορίζεται στο ψήφισμα MEPC.247(66), της 4ης Απριλίου 2014, ώστε να καταστεί υποχρεωτικός ο κώδικας ΙΙΙ, μαζί με σχετικό σύστημα ελέγχου του κράτους σημαίας. (6) Η επιτροπή προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος του ΔΝΟ (MEPC) στην 93η σύνοδό της ενέκρινε τροποποιήσεις στη σύμβαση SOLAS, όπως διατυπώνεται στο ψήφισμα MEPC.366(93) της 22ας Μαΐου 2014, καθώς και στο πρωτόκολλο της σύμβασης περί γραμμών φορτώσεως του 1988, όπως ορίζεται στο ψήφισμα MEPC.375(93) της 22ας Μαΐου 2014, ώστε να καταστεί υποχρεωτικός ο κώδικας ΙΙΙ, μαζί με σχετικό σύστημα ελέγχου του κράτους σημαίας. (7) Η MEPC στην 65η σύνοδό της και η MSC στην 92η σύνοδό της ενέκριναν κώδικα του ΔΝΟ για τους αναγνωρισμένους οργανισμούς (κώδικας ΑΟ), όπως ορίζεται στο ψήφισμα MSC.349(92) της 21ης Ιουνίου 2013. (8) Η MEPC στην 65η σύνοδό της ενέκρινε τροποποιήσεις στο πρωτόκολλο της σύμβασης MARPOL του 1978, ώστε να καταστεί υποχρεωτικός ο κώδικας ΑΟ, όπως διατυπώνεται στο ψήφισμα MEPC.238(65) της 17ης Μαΐου 2013. (9) Η MEPC στην 92η σύνοδό της ενέκρινε τροποποιήσεις στο πρωτόκολλο της σύμβασης περί γραμμών φορτώσεως του 1988, ώστε να καταστεί υποχρεωτικός ο κώδικας ΑΟ, όπως διατυπώνεται στο ψήφισμα MEPC.350(92) και στο ψήφισμα MSC.356(92) της 21ης Ιουνίου 2013. (10) Ο κώδικας ΙΙΙ και ο κώδικας ΑΟ αναμένεται, συνεπώς, να τεθούν σε ισχύ κατά τη διάρκεια της περιόδου από 1 Ιανουαρίου 2015 έως 1 Ιανουαρίου 2018 σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες για την έγκριση, την επικύρωση και την έναρξη ισχύος των τροποποιήσεων κάθε αντίστοιχης σύμβασης του ΔΝΟ. (11) Στις 13 Μαΐου 2013 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2013/268/ΕΕ του Συμβουλίου (4). Σύμφωνα με το άρθρο 5 της εν λόγω απόφασης, το Συμβούλιο εξουσιοδότησε τα κράτη μέλη να παράσχουν τη συγκατάθεσή τους να δεσμευτούν, προς το συμφέρον της Ένωσης και με την επιφύλαξη της δήλωσης που παρατίθεται στο παράρτημα της εν λόγω απόφασης, από τις τροποποιήσεις που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 4 έως 9 του παρόντος κανονισμού. (12) Η δήλωση που έχει προσαρτηθεί στην απόφαση 2013/268/ΕΕ ορίζει ότι τα κράτη μέλη θεωρούν ότι ο κώδικας ΙΙΙ και ο κώδικας ΑΟ περιέχουν δέσμη ελάχιστων απαιτήσεων τις οποίες μπορούν να επεξεργαστούν και να βελτιώσουν τα κράτη, ανάλογα με την περίπτωση, για την ενίσχυση της ασφάλειας στη θάλασσα και την προστασία του περιβάλλοντος. (13) Ορίζει επίσης ότι καμία διάταξη του κώδικα ΙΙΙ και του κώδικα ΑΟ δεν ερμηνεύεται με σκοπό την καθ' οιονδήποτε τρόπο περιστολή ή τον περιορισμό της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των κρατών μελών βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας όσον αφορά τον ορισμό των «θεσμοθετημένων πιστοποιητικών» και των «πιστοποιητικών κλάσης», του πεδίου εφαρμογής των υποχρεώσεων και των κριτηρίων που έχουν καθορισθεί για τους αναγνωρισμένους οργανισμούς, καθώς και των καθηκόντων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά την αναγνώριση, την αξιολόγηση και, ανάλογα με την περίπτωση, την επιβολή διορθωτικών μέτρων ή κυρώσεων σε αναγνωρισμένους οργανισμούς. Στην ίδια δήλωση αναφέρεται ότι, σε περίπτωση ελέγχου του ΔΝΟ, τα κράτη μέλη δηλώνουν ότι επαληθεύεται μόνον η συμμόρφωση προς τις διατάξεις των διεθνών συμβάσεων τις οποίες έχουν αποδεχθεί τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των όρων της εν λόγω δήλωσης. (14) Στο πλαίσιο της έννομης τάξης της Ένωσης, το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, καθώς και της οδηγίας 2009/15/ΕΚ, περιέχουν παραπομπές στις «διεθνείς συμβάσεις», όπως περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 3. Εν προκειμένω, οι τροποποιήσεις των συμβάσεων του ΔΝΟ ενσωματώνονται αυτόματα στην ενωσιακή νομοθεσία όταν αρχίζουν να ισχύουν σε διεθνές επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων των συναφών υποχρεωτικών κωδίκων, όπως ο κώδικας ΙΙΙ και ο κώδικας ΑΟ, οι οποίοι, ως εκ τούτου, αποτελούν μέρος των πράξεων του ΔΝΟ που σχετίζονται με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009. (15) Οι τροποποιήσεις των διεθνών συμβάσεων επιτρέπεται, ωστόσο, να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της ενωσιακής ναυτιλιακής νομοθεσίας σύμφωνα με τη διαδικασία ελέγχου της συμβατότητας, εάν πληρούν ένα από τα δύο κριτήρια του άρθρου 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002. (16) Η Επιτροπή αξιολόγησε τις τροποποιήσεις των συμβάσεων του ΔΝΟ σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 και εντόπισε ορισμένες διαφορές μεταξύ, αφενός, του κώδικα ΙΙΙ και του κώδικα ΑΟ, και, αφετέρου, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 και της οδηγίας 2009/15/ΕΚ. (17) Πρώτον, η παράγραφος 16.1 του μέρους 2 του κώδικα ΙΙΙ προβλέπει κατάλογο ελάχιστων πόρων και διαδικασιών που πρέπει να καθιερώσουν τα κράτη σημαίας, συμπεριλαμβανομένης της πρόβλεψης διοικητικών οδηγιών σχετικών, μεταξύ άλλων, με τα πιστοποιητικά κλάσης του πλοίου που απαιτούνται από το κράτος σημαίας για την απόδειξη της συμμόρφωσης με τις δομικές, μηχανικές, ηλεκτρολογικές ή/και άλλες απαιτήσεις διεθνούς σύμβασης της οποίας το κράτος σημαίας είναι συμβαλλόμενο μέρος ή της συμμόρφωσης με απαίτηση εθνικού κανονισμού του κράτους σημαίας. Εντούτοις, όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη (21) κατωτέρω, η ενωσιακή νομοθεσία κάνει διάκριση μεταξύ θεσμοθετημένων πιστοποιητικών και πιστοποιητικών κλάσης. Τα τελευταία αυτά έγγραφα είναι ιδιωτικού χαρακτήρα και δεν είναι ούτε πράξεις κράτους σημαίας ούτε εκδίδονται για λογαριασμό κράτους σημαίας. Αυτή η διάταξη του κώδικα ΙΙΙ αναφέρεται πράγματι στη σύμβαση SOLAS, κεφάλαιο II-1 μέρος A-1 κανονισμός 3-1, το οποίο προβλέπει ότι τα πλοία σχεδιάζονται, κατασκευάζονται και συντηρούνται σύμφωνα με τις δομικές, μηχανικές και ηλεκτρολογικές απαιτήσεις του νηογνώμονα ο οποίος έχει αναγνωρισθεί από τη διοικητική αρχή σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού XI-1/1. 1. Η σύμβαση SOLAS ορίζει με σαφήνεια το πλοίο ή τη νομική του εκπροσώπηση έναντι του κράτους σημαίας ως το αντικείμενο της απαίτησης αυτής. Επιπλέον, όταν αναγνωρισμένος οργανισμός ενεργεί ως νηογνώμονας, εκδίδει πιστοποιητικά κλάσης του πλοίου σύμφωνα με τους δικούς του κανόνες και διαδικασίες, προϋποθέσεις και ιδιωτικές συμβατικές ρυθμίσεις, των οποίων το κράτος σημαίας δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος. Ως εκ τούτου, η εν λόγω διάταξη του κώδικα ΙΙΙ αντιβαίνει την οριοθέτηση της κλάσης και των θεσμοθετημένων δραστηριοτήτων που καθορίζονται στην κείμενη νομοθεσία της ΕΕ. (18) Δεύτερον, σύμφωνα με την παράγραφο 18.1 του μέρους 2 του κώδικα ΙΙΙ, το κράτος σημαίας απαιτείται να ορίσει, «όσον αφορά μόνον τα πλοία που φέρουν τη σημαία του» ότι ο αναγνωρισμένος οργανισμός διαθέτει κατάλληλους πόρους, από άποψη τεχνικής, διοικητικής και ερευνητικής ικανότητας, για να εκτελεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται. Αντιθέτως, δυνάμει της ενωσιακής νομοθεσίας η πτυχή αυτή θεωρείται απαίτηση για την αναγνώριση, όπως περιλαμβάνεται στο κριτήριο Α.3 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, και αφορά το σύνολο του στόλου στην κλάση του σχετικού οργανισμού, χωρίς να γίνεται διάκριση με βάση τη σημαία. Εάν η ανωτέρω διάταξη του Κώδικα ΙΙΙ ενσωματωνόταν στην ενωσιακή νομοθεσία, η εφαρμογή του κριτηρίου A.3 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 για τις επιδόσεις του αναγνωρισμένου οργανισμού θα περιοριζόταν μόνον στα πλοία που φέρουν τη σημαία κρατών μελών, σε αντίθεση με τις απαιτήσεις που ισχύουν επί του παρόντος. (19) Τρίτον, η παράγραφος 19 του μέρους 2 του κώδικα ΙΙΙ εισάγει απαγόρευση για κράτος σημαίας να αναθέτει στους αναγνωρισμένους οργανισμούς του να εφαρμόζουν σε πλοία, εκτός εκείνων που δικαιούνται να φέρουν τη σημαία του, οιεσδήποτε απαιτήσεις σχετικές, μεταξύ άλλων, με τους κανόνες ταξινόμησης, τις απαιτήσεις ή τις διαδικασίες. Σύμφωνα με την οδηγία 2009/15/ΕΚ, τα κράτη μέλη μπορούν να εξουσιοδοτούν μόνον έναν οργανισμό να ενεργεί εξ ονόματός τους για τη θεσμοθετημένη πιστοποίηση του στόλου τους, εφόσον ο εν λόγω οργανισμός είναι αναγνωρισμένος και παρακολουθείται για τον σκοπό αυτόν σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 391/2009. Εν προκειμένω, οι ίδιοι οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί πρέπει να συμμορφώνονται με ορισμένες απαιτήσεις για τις σχετικές δραστηριότητές τους σε όλα τα ταξινομημένα πλοία τους, ανεξαρτήτως σημαίας. Αυτό σχετίζεται ιδίως με τα κριτήρια που καθορίζονται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, καθώς και με άλλες υποχρεώσεις, και ιδίως τις υποχρεώσεις του άρθρου 10 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού. Εάν η ανωτέρω διάταξη του κώδικα ΙΙΙ ενσωματωνόταν στην ενωσιακή νομοθεσία, θα περιοριζόταν την εφαρμογή των υφιστάμενων απαιτήσεων αναγνώρισης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, μεταξύ άλλων εάν προκρίνουν κανόνες, απαιτήσεις και διαδικασίες για τις επιδόσεις του αναγνωρισμένου οργανισμού μόνον όσον αφορά πλοία που φέρουν τη σημαία κρατών μελών. (20) Τέταρτον, κατά το τμήμα 1.1 του μέρους 2 του κώδικα ΑΟ, ως «αναγνωρισμένος οργανισμός» νοείται οργανισμός που αξιολογείται από το κράτος σημαίας και κρίθηκε ότι πληροί το μέρος 2 του κώδικα ΑΟ. Αντιθέτως, κατά το άρθρο 2 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, ως αναγνωρισμένος οργανισμός νοείται «ο οργανισμός που έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό». Με βάση την αξιολόγηση της Επιτροπής στις αιτιολογικές σκέψεις 21 έως 23, φαίνεται ότι αρκετές διατάξεις του μέρους 2 του κώδικα ΑΟ είναι ασυμβίβαστες με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 391/2009. Συνεπώς, αναγνωρισμένος οργανισμός όπως ορίζεται στον κώδικα ΑΟ δεν θα πληρούσε όλες τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 και δεν θα ανταποκρινόταν επομένως στον ορισμό του αναγνωρισμένου οργανισμού κατά την ενωσιακή νομοθεσία. (21) Πέμπτον, κατά το τμήμα 1.3 του μέρους 2 του κώδικα ΑΟ, ως «θεσμοθετημένη πιστοποίηση και υπηρεσίες» νοείται μία ενιαία κατηγορία δραστηριοτήτων την οποία έχει δικαίωμα να αναλαμβάνει αναγνωρισμένος οργανισμός για λογαριασμό του κράτους της σημαίας, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης πιστοποιητικών σχετικών με θεσμοθετημένες απαιτήσεις και απαιτήσεις όσον αφορά την κλάση. Αντιθέτως, στους ορισμούς τους άρθρου 2 στοιχεία ζ) και θ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 γίνεται σαφής διαχωρισμός μεταξύ «θεσμοθετημένων πιστοποιητικών», τα οποία εκδίδονται από το κράτος σημαίας ή για λογαριασμό του σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις, και των «πιστοποιητικών κλάσης», τα οποία είναι έγγραφα που εκδίδει αναγνωρισμένος οργανισμός υπό την ιδιότητά του ως νηογνώμονας και πιστοποιούν την καταλληλότητα πλοίου για συγκεκριμένη χρήση ή υπηρεσία, σύμφωνα με τους κανόνες και τις διαδικασίες που έχει καθορίσει και δημοσιοποιήσει ο συγκεκριμένος αναγνωρισμένος οργανισμός. Επομένως, σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία, τα θεσμοθετημένα πιστοποιητικά και τα πιστοποιητικά κλάσης είναι διακριτά και διαφορετικής φύσης. Συγκεκριμένα, τα θεσμοθετημένα πιστοποιητικά έχουν δημόσιο χαρακτήρα, ενώ τα πιστοποιητικά κλάσης είναι ιδιωτικού χαρακτήρα, διότι εκδίδονται από τον νηογνώμονα σύμφωνα με τους δικούς του κανόνες, διαδικασίες και προϋποθέσεις. Επομένως, τα πιστοποιητικά ταξινόμησης που εκδίδει αναγνωρισμένος οργανισμός για ένα πλοίο προκειμένου να πιστοποιηθεί η συμμόρφωσή του με τους κανόνες και τις διαδικασίες ταξινόμησης, ακόμη και όταν ελέγχεται από το κράτος σημαίας για την απόδειξη της συμμόρφωσης με τη σύμβαση SOLAS κεφάλαιο II-Ι, Μέρος Α-1, κανονισμός 3-1, τα έγγραφα είναι αυστηρά ιδιωτικού χαρακτήρα και δεν είναι ούτε νομικές πράξεις του κράτους σημαίας, ούτε πράξεις για λογαριασμό κράτους σημαίας. Ωστόσο, στον Κώδικα ΑΟ αναφέρεται συστηματικά ότι «θεσμοθετημένη πιστοποίηση και υπηρεσίες» πραγματοποιούνται από τον ΑΟ «για λογαριασμό του κράτους σημαίας», το οποίο αντιβαίνει τη νομική διάκριση που έχει θεσπισθεί με την ενωσιακή νομοθεσία. Παρά την αντίφαση αυτή, εάν αυτή η διάταξη του κώδικα ΑΟ γίνει δεκτή ως κανόνας στην έννομη τάξη της Ένωσης, ενέχει τον έκδηλο κίνδυνο να μην είναι δυνατόν πλέον να επιβληθούν στην Ένωση οι απαιτήσεις αναγνώρισης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, οι οποίες αφορούν το σύνολο των δραστηριοτήτων του οργανισμού, ανεξαρτήτως της σημαίας. (22) Έκτον, το τμήμα 3.9.3.1 του μέρους 2 του κώδικα ΑΟ προβλέπει μηχανισμό συνεργασίας μεταξύ αναγνωρισμένων οργανισμών με μόνο πλαίσιο εκείνο που έχει καθορίσει το κράτος σημαίας για τις διαδικασίες τυποποίησης που αφορούν τη θεσμοθετημένη πιστοποίηση και υπηρεσίες για το κράτος σημαίας, ανάλογα με την περίπτωση· ενώ το τμήμα 3.9.3.2 του μέρους 2 του ίδιου κώδικα ορίζει πλαίσιο από κράτος σημαίας ή «ομάδα κρατών σημαίας» για τη ρύθμιση της συνεργασίας μεταξύ των οικείων αναγνωρισμένων οργανισμών για τις τεχνικές πτυχές και τις πτυχές ασφαλείας της «θεσμοθετημένης πιστοποίησης και των υπηρεσιών πλοίων […] για λογαριασμό του (των) εν λόγω κράτους(-ών) σημαίας». Αντιθέτως, η συνεργασία μεταξύ αναγνωρισμένων οργανισμών δυνάμει της ενωσιακής νομοθεσίας διέπεται από το άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, σύμφωνα με το οποίο οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί πρέπει να προβαίνουν σε διαβουλεύσεις μεταξύ τους, με σκοπό τη διατήρηση της ισοδυναμίας και προκειμένου να επιτευχθεί εναρμόνιση των κανόνων και των διαδικασιών και της εφαρμογής τους, και θεσπίζεται πλαίσιο για την αμοιβαία αναγνώριση, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, των πιστοποιητικών κλάσης για υλικά, εξοπλισμό και δομικά στοιχεία. Οι δύο αυτές διαδικασίες συνεργασίας κατά το άρθρο 10 παράγραφος 1 αφορούν τις ιδιωτικές δραστηριότητες των αναγνωρισμένων οργανισμών, με την ιδιότητά τους ως νηογνωμόνων, και, ως εκ τούτου, εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις με βάση τη σημαία. Εάν οι ανωτέρω μηχανισμοί του κώδικα ΙΙΙ ενσωματώνονταν στην ενωσιακή νομοθεσία, θα περιοριζόταν το πεδίο του πλαισίου συνεργασίας που έχει θεσπισθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 391/2009 για τις δραστηριότητες των αναγνωρισμένων οργανισμών που αφορούν μόνον τα πλοία που φέρουν τη σημαία κρατών μελών, σε αντίθεση με τις απαιτήσεις που ισχύουν επί του παρόντος. (23) Έβδομο, το τμήμα 3.9.3.3 του μέρους 2 του κώδικα ΑΟ είναι ταυτόσημο με την παράγραφο 19 του μέρους 2 του κώδικα III· συνεπώς, οι προβληματισμοί στην αιτιολογική σκέψη 19 ισχύουν και τη διάταξη αυτή του κώδικα ΑΟ. (24) Καμία διάταξη του κώδικα ΙΙΙ ή του κώδικα ΑΟ δεν πρέπει να δημιουργεί περιορισμούς στην ικανότητα της Ένωσης να διαμορφώνει, σύμφωνα με τις Συνθήκες και το διεθνές δίκαιο, τους κατάλληλους όρους για τη χορήγηση αναγνώρισης στους οργανισμούς που επιθυμούν να εξουσιοδοτηθούν από τα κράτη μέλη να ασκούν έλεγχο και δραστηριότητες πιστοποίησης στα πλοία για λογαριασμό τους, με σκοπό την επίτευξη των στόχων της Ένωσης, και ιδίως για την ενίσχυση της ασφάλειας στη θάλασσα και την προστασία του περιβάλλοντος. (25) Το καθεστώς αμοιβαίας αναγνώρισης των πιστοποιητικών κλάσης για υλικά, εξοπλισμό και δομικά στοιχεία που καθορίζεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 είναι εφαρμοστέο μόνον εντός της Ένωσης για πλοία που φέρουν τη σημαία κράτους μέλους. Όσον αφορά τα αλλοδαπά σκάφη, η αποδοχή των πιστοποιητικών αυτών παραμένει στη διακριτική ευχέρεια των σχετικών τρίτων κρατών σημαίας κατά την άσκηση της αποκλειστικής τους αρμοδιότητας, ιδίως με βάση τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS). (26) Με βάση την αξιολόγησή της, η Επιτροπή έκρινε ότι οι διατάξεις του κώδικα ΙΙΙ και του κώδικα ΑΟ που αναφέρονται στις προηγούμενες αιτιολογικές σκέψεις είναι ασυμβίβαστες με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 391/2009 και πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού. Συνεπώς, πρέπει να τροποποιηθεί το άρθρο 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009. (27) Επειδή ο κώδικας ΑΟ τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2015, ο παρών κανονισμός πρέπει να αρχίσει να ισχύει όσο το δυνατόν πιο σύντομα μετά την ημερομηνία δημοσίευσής της. (28) Η επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και την πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) δεν εξέδωσε γνώμη για τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Κρίθηκε αναγκαία η έκδοση εκτελεστικής πράξης και ο πρόεδρος υπέβαλε το σχέδιο εκτελεστικής πράξης στην επιτροπή προσφυγών για περαιτέρω εξέταση. Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής προσφυγών, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: Άρθρο 1 Στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «β) “διεθνείς συμβάσεις”: η διεθνής σύμβαση για την ασφάλεια της ζωής στη θάλασσα (SOLAS 74) της 1ης Νοεμβρίου 1974, εξαιρουμένου του κεφαλαίου XI-2 του παραρτήματός της, η διεθνής σύμβαση περί γραμμών φορτώσεως πλοίων της 5ης Απριλίου 1966 και η διεθνής σύμβαση για την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία (MARPOL) της 2ας Νοεμβρίου 1973, μαζί με τα πρωτόκολλα και τις τροποποιήσεις τους, και οι συναφείς κώδικες που έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα σε όλα τα κράτη μέλη, εξαιρουμένων των παραγράφων 16.1, 18.1 και 19 του τμήματος 2 του κώδικα εφαρμογής των πράξεων του ΔΝΟ, και των τμημάτων 1.1, 1.3, 3.9.3.1, 3.9.3.2 και 3.9.3.3 του τμήματος 2 του κώδικα του ΔΝΟ στην επικαιροποιημένη τους έκδοση για τους αναγνωρισμένους οργανισμούς.» Άρθρο 2 Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2015. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Βρυξέλλες, 17 Δεκεμβρίου 2014.
multi_eurlex
17,905
ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2015/312 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 24ης Φεβρουαρίου 2015 για τον διορισμό ενός μέλους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής από τη Γερμανία ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 302, Έχοντας υπόψη την πρόταση που υπέβαλε η κυβέρνηση της Γερμανίας, Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Στις 13 Σεπτεμβρίου 2010 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2010/570/ΕΕ, Ευρατόμ για τον διορισμό των μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την περίοδο από 21 Σεπτεμβρίου 2010 έως 20 Σεπτεμβρίου 2015 (1). (2) Μετά τη λήξη της θητείας του κ. Horst MUND, έχει κενωθεί μία θέση μέλους στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ: Άρθρο 1 Ο Δρ. Dirk BERGRATH, Leiter des EU-Verbindungsbüros der IG Metall, διορίζεται μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για το υπόλοιπο της τρέχουσας θητείας, ήτοι έως τις 20 Σεπτεμβρίου 2015. Άρθρο 2 Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει από την ημέρα της έκδοσής της. Βρυξέλλες, 24 Φεβρουαρίου 2015.
multi_eurlex
1,047
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΉ OΔΗΓΊΑ 2014/111/ΕΕ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 17ης Δεκεμβρίου 2014 για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/15/ΕΚ σχετικά με την έγκριση ορισμένων κωδίκων και συναφών τροποποιήσεων ορισμένων συμβάσεων και πρωτοκόλλων από τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΔΝΟ) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Έχοντας υπόψη την οδηγία 2009/15/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (1), και ιδίως το άρθρο 7 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, Ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία ελέγχου της συμβατότητας που προβλέπεται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) (2), Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή συνεργάζονται για να ορίσουν, ανάλογα με την περίπτωση, κοινή θέση ή προσέγγιση στους αρμόδιους διεθνείς φορείς με στόχο τον περιορισμό των κινδύνων σύγκρουσης μεταξύ της ναυτιλιακής νομοθεσίας της Ένωσης και διεθνών νομοθετημάτων. (2) Η οδηγία 2009/15/ΕΚ, μαζί με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 391/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), αποτελεί συνεκτικό νομοθέτημα όταν οι δραστηριότητες των αναγνωρισμένων οργανισμών ρυθμίζονται με συνεκτικό τρόπο σύμφωνα με τις ίδιες αρχές και τους ίδιους ορισμούς. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/15/ΕΚ, εάν κράτος μέλος αποφασίσει για τα πλοία που φέρουν τη σημαία του να εξουσιοδοτήσει έναν οργανισμό να εκτελεί για λογαριασμό του επιθεωρήσεις και ελέγχους που σχετίζονται με θεσμοθετημένα πιστοποιητικά, αναθέτει τα καθήκοντα αυτά μόνον σε αναγνωρισμένο οργανισμό ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο ζ) της εν λόγω οδηγίας, νοείται ως οργανισμός αναγνωρισμένος σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 391/2009. Επομένως, οι κανόνες βάσει των οποίων οι οικείοι οργανισμοί αναγνωρίζονται έχουν αντίκτυπο και στις δύο πράξεις. (3) Ως «διεθνείς συμβάσεις», όπως ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο δ) της οδηγίας 2009/15/EΚ, νοούνται η Διεθνής Σύμβαση για την Ασφάλεια της Ζωής στη Θάλασσα της 1ης Νοεμβρίου 1974 (SOLAS 74), εξαιρουμένου του κεφαλαίου XI-2 του παραρτήματος της, η Διεθνής Σύμβαση περί γραμμών φορτώσεως πλοίων της 5ης Απριλίου 1966 και η Διεθνής Σύμβαση για την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία της 2ας Νοεμβρίου 1973 (MARPOL), καθώς και τα σχετικά με τις συμβάσεις αυτές πρωτόκολλα και τροποποιήσεις και οι συναφείς κώδικες που έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα σε όλα τα κράτη μέλη στην επικαιροποιημένη έκδοσή τους. (4) Η Συνέλευση του ΔΝΟ στην 28η σύνοδό της ενέκρινε κώδικα εφαρμογής των πράξεων του ΔΝΟ (Κώδικας ΙΙΙ), όπως αυτός ορίζεται στο ψήφισμα Α. 1070(28) του ΔΝΟ της 4ης Δεκεμβρίου 2013, καθώς και τροποποιήσεις στη σύμβαση περί γραμμών φορτώσεως, ώστε να καταστεί υποχρεωτικός ο Κώδικας ΙΙΙ, μαζί με σχετικό σύστημα ελέγχου του κράτους σημαίας, όπως ορίζεται στο ψήφισμα Α.1083(28) του ΔΝΟ της 4ης Δεκεμβρίου 2013. (5) Η Επιτροπή Προστασίας του Θαλάσσιου Περιβάλλοντος του ΔΝΟ (MEPC), στην 66η σύνοδό της, ενέκρινε τροποποιήσεις στο πρωτόκολλο του 1978 της σύμβασης MARPOL, όπως διατυπώνεται στο ψήφισμα MEPC.246(66) της 4ης Απριλίου 2014, καθώς και στο πρωτόκολλο της σύμβασης MARPOL του 1997, όπως τροποποιήθηκε με το σχετικό πρωτόκολλο του 1978, όπως ορίζεται στο ψήφισμα MEPC.247(66), της 4ης Απριλίου 2014, ώστε να καταστεί υποχρεωτικός ο Κώδικας ΙΙΙ, μαζί με σχετικό σύστημα ελέγχου του κράτους σημαίας. (6) Η Επιτροπή Προστασίας του Θαλάσσιου Περιβάλλοντος του ΔΝΟ (MEPC) στην 93η σύνοδό της ενέκρινε τροποποιήσεις στη σύμβαση SOLAS, όπως διατυπώνεται στο ψήφισμα MEPC.366(93) της 22ας Μαΐου 2014, καθώς και στο πρωτόκολλο της σύμβασης περί γραμμών φορτώσεως του 1988, όπως ορίζεται στο ψήφισμα MEPC.375(93) της 22ας Μαΐου 2014, ώστε να καταστεί υποχρεωτικός ο Κώδικας ΙΙΙ, μαζί με σχετικό σύστημα ελέγχου του κράτους σημαίας. (7) Η MEPC στην 65η σύνοδό της και η MSC στην 92η σύνοδό της ενέκριναν κώδικα του ΔΝΟ για τους αναγνωρισμένους οργανισμούς (Κώδικας ΑO), όπως ορίζεται στο ψήφισμα MSC.349(92) της 21ης Ιουνίου 2013. (8) Η MEPC στην 65η σύνοδό της ενέκρινε τροποποιήσεις στο πρωτόκολλο της σύμβασης MARPOL του 1978, ώστε να καταστεί υποχρεωτικός ο Κώδικας ΑO, όπως διατυπώνεται στο ψήφισμα MEPC.238(65) της 17ης Μαΐου 2013. (9) Η MEPC στην 92η σύνοδό της ενέκρινε τροποποιήσεις στο πρωτόκολλο της σύμβασης περί γραμμών φορτώσεως του 1988, ώστε να καταστεί υποχρεωτικός ο Κώδικας ΑO, όπως διατυπώνεται στο ψήφισμα MEPC.350(92) και στο ψήφισμα MSC.356(92) της 21ης Ιουνίου 2013. (10) Ο Κώδικας ΙΙΙ και ο Κώδικας ΑΟ αναμένεται, συνεπώς, να τεθούν σε ισχύ κατά τη διάρκεια της περιόδου από 1 Ιανουαρίου 2015 έως 1 Ιανουαρίου 2018 σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες για την έγκριση, την επικύρωση και την έναρξη ισχύος των τροποποιήσεων κάθε αντίστοιχης σύμβασης του ΔΝΟ. (11) Στις 13 Μαΐου 2013, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2013/268/EΕ του Συμβουλίου σχετικά με τη θέση που θα ληφθεί, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΔΝΟ) ως προς τη θέσπιση ορισμένων Κωδίκων και συναφών τροποποιήσεων ορισμένων συμβάσεων και πρωτοκόλλων (4). Σύμφωνα με το άρθρο 5 της εν λόγω απόφασης, το Συμβούλιο εξουσιοδότησε τα κράτη μέλη να παράσχουν τη συγκατάθεσή τους να δεσμευτούν, προς το συμφέρον της Ένωσης και με την επιφύλαξη της δήλωσης που παρατίθεται στο παράρτημα της εν λόγω απόφασης, από τις τροποποιήσεις που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις (4) έως (9) της παρούσας οδηγίας. (12) Η δήλωση που έχει προσαρτηθεί στην απόφαση 2013/268/ΕΕ του Συμβουλίου ορίζει ότι τα κράτη μέλη θεωρούν ότι ο Κώδικας ΙΙΙ και ο Κώδικας ΑΟ περιέχουν δέσμη ελάχιστων απαιτήσεων τις οποίες μπορούν να επεξεργαστούν και να βελτιώσουν τα κράτη, ανάλογα με την περίπτωση, για την ενίσχυση της ασφάλειας στη θάλασσα και την προστασία του περιβάλλοντος. (13) Ορίζει επίσης ότι καμία διάταξη του Κώδικα ΙΙΙ και του Κώδικα ΑΟ δεν ερμηνεύεται με σκοπό την καθ'οιονδήποτε τρόπο περιστολή ή τον περιορισμό της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των κρατών μελών βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας όσον αφορά τον ορισμό των «θεσμοθετημένων πιστοποιητικών» και των «πιστοποιητικών κλάσης», του πεδίου εφαρμογής των υποχρεώσεων και των κριτηρίων που έχουν καθορισθεί για τους αναγνωρισμένους οργανισμούς, καθώς και των καθηκόντων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά την αναγνώριση, την αξιολόγηση και, ανάλογα με την περίπτωση, την επιβολή διορθωτικών μέτρων ή κυρώσεων σε αναγνωρισμένους οργανισμούς. Στην ίδια δήλωση αναφέρεται ότι, σε περίπτωση ελέγχου του ΔΝΟ, τα κράτη μέλη δηλώνουν ότι επαληθεύεται μόνον η συμμόρφωση προς τις διατάξεις των διεθνών συμβάσεων τις οποίες έχουν αποδεχθεί τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των όρων της εν λόγω δήλωσης. (14) Στο πλαίσιο της έννομης τάξης της Ένωσης, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/15/ΕΚ, καθώς και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, περιέχει παραπομπές στις «διεθνείς συμβάσεις», όπως περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη (3). Εν προκειμένω, οι τροποποιήσεις των συμβάσεων του ΔΝΟ ενσωματώνονται αυτόματα στην ενωσιακή νομοθεσία όταν αρχίζουν να ισχύουν σε διεθνές επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων των συναφών υποχρεωτικών κωδίκων, όπως ο Κώδικας ΙΙΙ και ο Κώδικας ΑΟ, οι οποίοι, ως εκ τούτου, αποτελούν μέρος των πράξεων του ΔΝΟ που σχετίζονται με την εφαρμογή της οδηγίας 2009/15/ΕΚ. (15) Οι τροποποιήσεις των διεθνών συμβάσεων επιτρέπεται, ωστόσο, να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της ενωσιακής ναυτιλιακής νομοθεσίας σύμφωνα με τη διαδικασία ελέγχου της συμβατότητας, εάν πληρούν τουλάχιστον ένα από τα δύο κριτήρια του άρθρου 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002. (16) Η Επιτροπή αξιολόγησε τις τροποποιήσεις των συμβάσεων του ΔΝΟ σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 και εντόπισε ορισμένες διαφορές μεταξύ, αφενός, του Κώδικα ΙΙΙ και του Κώδικα ΑΟ, και, αφετέρου, της οδηγίας 2009/15/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009. (17) Πρώτον, η παράγραφος 16.1 του μέρους 2 του Κώδικα ΙΙΙ προβλέπει κατάλογο ελάχιστων πόρων και διαδικασιών που πρέπει να καθιερώσουν τα κράτη σημαίας, συμπεριλαμβανομένης της πρόβλεψης διοικητικών οδηγιών σχετικών, μεταξύ άλλων, με τα πιστοποιητικά κλάσης του πλοίου που απαιτούνται από το κράτος σημαίας για την απόδειξη της συμμόρφωσης με τις δομικές, μηχανικές, ηλεκτρολογικές ή/και άλλες απαιτήσεις διεθνούς σύμβασης της οποίας το κράτος σημαίας είναι συμβαλλόμενο μέρος ή της συμμόρφωσης με απαίτηση εθνικού κανονισμού του κράτους σημαίας. Εντούτοις, όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη (21) κατωτέρω, η ενωσιακή νομοθεσία κάνει διάκριση μεταξύ θεσμοθετημένων πιστοποιητικών και πιστοποιητικών κλάσης. Τα τελευταία αυτά έγγραφα είναι ιδιωτικού χαρακτήρα και δεν είναι ούτε πράξεις κράτους σημαίας ούτε εκδίδονται για λογαριασμό κράτους σημαίας. Αυτή η διάταξη του Κώδικα ΙΙΙ αναφέρεται πράγματι στη σύμβαση SOLAS, κεφάλαιο II-1 μέρος A-1 κανονισμός 3-1, το οποίο προβλέπει ότι τα πλοία σχεδιάζονται, κατασκευάζονται και συντηρούνται σύμφωνα με τις δομικές, μηχανικές και ηλεκτρολογικές απαιτήσεις του νηογνώμονα ο οποίος έχει αναγνωρισθεί από τη διοικητική αρχή σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού XI-1/1. 1. Η σύμβαση SOLAS ορίζει με σαφήνεια το πλοίο ή τη νομική του εκπροσώπηση έναντι του κράτους σημαίας ως το αντικείμενο της απαίτησης αυτής. Επιπλέον, όταν αναγνωρισμένος οργανισμός ενεργεί ως νηογνώμονας, εκδίδει πιστοποιητικά κλάσης του πλοίου σύμφωνα με τους δικούς του κανόνες και διαδικασίες, προϋποθέσεις και ιδιωτικές συμβατικές ρυθμίσεις, των οποίων το κράτος σημαίας δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος. Ως εκ τούτου, η εν λόγω διάταξη του Κώδικα ΙΙΙ αντιβαίνει την οριοθέτηση της κλάσης και των θεσμοθετημένων δραστηριοτήτων που καθορίζονται στην κείμενη νομοθεσία της ΕΕ. (18) Δεύτερον, σύμφωνα με την παράγραφο 18.1 του μέρους 2 του Κώδικα ΙΙΙ, το κράτος σημαίας απαιτείται να ορίσει, «όσον αφορά μόνον τα πλοία που φέρουν τη σημαία του», ότι ο αναγνωρισμένος οργανισμός διαθέτει κατάλληλους πόρους, από άποψη τεχνικής, διοικητικής και ερευνητικής ικανότητας, για να εκτελεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται. Αντιθέτως, δυνάμει της ενωσιακής νομοθεσίας η πτυχή αυτή θεωρείται απαίτηση για την αναγνώριση, όπως περιλαμβάνεται στο κριτήριο Α.3 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, και αφορά το σύνολο του στόλου στην κλάση του σχετικού οργανισμού, χωρίς να γίνεται διάκριση με βάση τη σημαία. Εάν η ανωτέρω διάταξη του Κώδικα ΙΙΙ ενσωματωνόταν στην ενωσιακή νομοθεσία, η εφαρμογή του κριτηρίου A.3 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 για τις επιδόσεις του αναγνωρισμένου οργανισμού θα περιοριζόταν μόνον στα πλοία που φέρουν τη σημαία κρατών μελών, σε αντίθεση με τις απαιτήσεις που ισχύουν επί του παρόντος. (19) Τρίτον, η παράγραφος 19 του μέρους 2 του Κώδικα ΙΙΙ εισάγει απαγόρευση για κράτος σημαίας να αναθέτει στους αναγνωρισμένους οργανισμούς του να εφαρμόζουν σε πλοία, εκτός εκείνων που δικαιούνται να φέρουν τη σημαία του, οιεσδήποτε απαιτήσεις σχετικές, μεταξύ άλλων, με τους κανόνες ταξινόμησης, τις απαιτήσεις ή τις διαδικασίες. Σύμφωνα με την οδηγία 2009/15/ΕΚ, τα κράτη μέλη μπορούν να εξουσιοδοτούν μόνον έναν οργανισμό να ενεργεί εξ ονόματός τους για τη θεσμοθετημένη πιστοποίηση του στόλου τους, εφόσον ο εν λόγω οργανισμός είναι αναγνωρισμένος και παρακολουθείται για τον σκοπό αυτόν σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 391/2009. Εν προκειμένω, οι ίδιοι οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί πρέπει να συμμορφώνονται με ορισμένες απαιτήσεις για τις σχετικές δραστηριότητές τους σε όλα τα ταξινομημένα πλοία τους, ανεξαρτήτως σημαίας. Αυτό σχετίζεται ιδίως με τα κριτήρια που καθορίζονται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, καθώς και με άλλες υποχρεώσεις, και ιδίως τις υποχρεώσεις του άρθρου 10 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού. Εάν η ανωτέρω διάταξη του Κώδικα ΙΙΙ ενσωματωνόταν στην ενωσιακή νομοθεσία, θα περιοριζόταν την εφαρμογή των υφιστάμενων απαιτήσεων αναγνώρισης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, μεταξύ άλλων εάν προκρίνουν κανόνες, απαιτήσεις και διαδικασίες για τις επιδόσεις του αναγνωρισμένου οργανισμού μόνον όσον αφορά πλοία που φέρουν τη σημαία κρατών μελών. (20) Τέταρτον, κατά το τμήμα 1.1 του μέρους 2 του Κώδικα ΑΟ, ως «αναγνωρισμένος οργανισμός» νοείται οργανισμός που αξιολογείται από το κράτος σημαίας και κρίθηκε ότι πληροί το μέρος 2 του Κώδικα ΑΟ. Αντιθέτως, κατά το άρθρο 2 στοιχείο ζ) της οδηγίας 2009/15/ΕΚ, ως αναγνωρισμένος οργανισμός νοείται «ο οργανισμός που έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 391/2009». Με βάση την αξιολόγηση της Επιτροπής στις αιτιολογικές σκέψεις (21) έως (23), φαίνεται ότι αρκετές διατάξεις του μέρους 2 του Κώδικα ΑΟ είναι ασυμβίβαστες με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 391/2009. Συνεπώς, αναγνωρισμένος οργανισμός όπως ορίζεται στον Κώδικα ΑΟ δεν θα πληρούσε όλες τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 και δεν θα ανταποκρινόταν επομένως στον ορισμό του αναγνωρισμένου οργανισμού κατά την ενωσιακή νομοθεσία. (21) Πέμπτον, κατά το τμήμα 1.3 του μέρους 2 του Κώδικα ΑΟ, ως «θεσμοθετημένη πιστοποίηση και υπηρεσίες» νοείται μία ενιαία κατηγορία δραστηριοτήτων την οποία έχει δικαίωμα να αναλαμβάνει αναγνωρισμένος οργανισμός για λογαριασμό του κράτους της σημαίας, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης πιστοποιητικών σχετικών με θεσμοθετημένες απαιτήσεις και απαιτήσεις όσον αφορά την κλάση. Αντιθέτως, στους ορισμούς τους άρθρου 2 στοιχεία θ) και ια) της οδηγίας 2009/15/ΕΚ γίνεται σαφής διαχωρισμός μεταξύ «θεσμοθετημένων πιστοποιητικών», τα οποία εκδίδονται από το κράτος σημαίας ή για λογαριασμό του σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις, και των «πιστοποιητικών κλάσης», τα οποία είναι έγγραφα που εκδίδει αναγνωρισμένος οργανισμός υπό την ιδιότητά του ως νηογνώμονας και πιστοποιούν την καταλληλότητα πλοίου για συγκεκριμένη χρήση ή υπηρεσία, σύμφωνα με τους κανόνες και τις διαδικασίες που έχει καθορίσει και δημοσιοποιήσει ο συγκεκριμένος αναγνωρισμένος οργανισμός. Επομένως, σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία, τα θεσμοθετημένα πιστοποιητικά και τα πιστοποιητικά κλάσης είναι διακριτά και διαφορετικής φύσης. Συγκεκριμένα, τα θεσμοθετημένα πιστοποιητικά έχουν δημόσιο χαρακτήρα, ενώ τα πιστοποιητικά κλάσης είναι ιδιωτικού χαρακτήρα, διότι εκδίδονται από τον νηογνώμονα σύμφωνα με τους δικούς του κανόνες, διαδικασίες και προϋποθέσεις. Επομένως, τα πιστοποιητικά ταξινόμησης που εκδίδει αναγνωρισμένος οργανισμός για ένα πλοίο προκειμένου να πιστοποιηθεί η συμμόρφωσή του με τους κανόνες και τις διαδικασίες ταξινόμησης, ακόμη και όταν ελέγχεται από το κράτος σημαίας για την απόδειξη της συμμόρφωσης με τη σύμβαση SOLAS κεφάλαιο ΙΙ-Ι, Μέρος Α-1, κανονισμός 3-1, τα έγγραφα είναι αυστηρά ιδιωτικού χαρακτήρα και δεν είναι ούτε νομικές πράξεις του κράτους σημαίας, ούτε πράξεις για λογαριασμό κράτους σημαίας. Ωστόσο, στον Κώδικα ΑΟ αναφέρεται συστηματικά ότι «θεσμοθετημένη πιστοποίηση και υπηρεσίες» πραγματοποιούνται από τον ΑΟ «για λογαριασμό του κράτους σημαίας», το οποίο αντιβαίνει τη νομική διάκριση που έχει θεσπισθεί με την ενωσιακή νομοθεσία. Παρά την αντίφαση αυτή, εάν αυτή η διάταξη του Κώδικα ΑΟ γίνει δεκτή ως κανόνας στην έννομη τάξη της Ένωσης, ενέχει τον έκδηλο κίνδυνο να μην είναι δυνατόν πλέον να επιβληθούν στην Ένωση οι απαιτήσεις αναγνώρισης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, οι οποίες αφορούν το σύνολο των δραστηριοτήτων του οργανισμού, ανεξαρτήτως της σημαίας. Εξαιτίας του δεσμού μεταξύ των δύο νομοθετημάτων όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη (2), ο κίνδυνος αυτός αφορά και την οδηγία 2009/15/ΕΚ. (22) Έκτον, το τμήμα 3.9.3.1 του μέρους 2 του Κώδικα ΑΟ προβλέπει μηχανισμό συνεργασίας μεταξύ αναγνωρισμένων οργανισμών με μόνο πλαίσιο εκείνο που έχει καθορίσει το κράτος σημαίας για τις διαδικασίες τυποποίησης που αφορούν τη θεσμοθετημένη πιστοποίηση και υπηρεσίες για το κράτος σημαίας, ανάλογα με την περίπτωση· ενώ το τμήμα 3.9.3.2 του μέρους 2 του ίδιου Κώδικα ορίζει πλαίσιο «από κράτος σημαίας ή ομάδα κρατών σημαίας» για τη ρύθμιση της συνεργασίας μεταξύ των οικείων αναγνωρισμένων οργανισμών για τις τεχνικές πτυχές και τις πτυχές ασφαλείας της «θεσμοθετημένης πιστοποίησης και των υπηρεσιών πλοίων […] για λογαριασμό του(των) εν λόγω κράτους(ών) σημαίας». Αντιθέτως, η συνεργασία μεταξύ αναγνωρισμένων οργανισμών δυνάμει της ενωσιακής νομοθεσίας διέπεται από το άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009, σύμφωνα με το οποίο οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί πρέπει να προβαίνουν σε διαβουλεύσεις μεταξύ τους, με σκοπό τη διατήρηση της ισοδυναμίας και προκειμένου να επιτευχθεί εναρμόνιση των κανόνων και των διαδικασιών και της εφαρμογής τους, και θεσπίζεται πλαίσιο για την αμοιβαία αναγνώριση, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, των πιστοποιητικών κλάσης για υλικά, εξοπλισμό και δομικά στοιχεία. Οι δύο αυτές διαδικασίες συνεργασίας κατά το άρθρο 10 παράγραφος 1 αφορούν τις ιδιωτικές δραστηριότητες των αναγνωρισμένων οργανισμών, με την ιδιότητά τους ως νηογνωμόνων, και, ως εκ τούτου, εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις με βάση τη σημαία. Εάν οι ανωτέρω μηχανισμοί του Κώδικα ΙΙΙ ενσωματώνονταν στην ενωσιακή νομοθεσία, θα περιοριζόταν το πεδίο του πλαισίου συνεργασίας που έχει θεσπισθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 391/2009 για τις δραστηριότητες των αναγνωρισμένων οργανισμών που αφορούν μόνον τα πλοία που φέρουν τη σημαία κρατών μελών, σε αντίθεση με τις απαιτήσεις που ισχύουν επί του παρόντος. (23) Έβδομο, το τμήμα 3.9.3.3 του μέρους 2 του Κώδικα ΑΟ είναι ταυτόσημο με την παράγραφο 19 του μέρους 2 του Κώδικα III· συνεπώς, οι προβληματισμοί στην αιτιολογική σκέψη (19) ισχύουν και τη διάταξη αυτή του Κώδικα ΑΟ. (24) Καμία διάταξη του Κώδικα ΙΙΙ ή του Κώδικα ΑΟ δεν πρέπει να δημιουργεί περιορισμούς στην ικανότητα της Ένωσης να διαμορφώνει, σύμφωνα με τις Συνθήκες και το διεθνές δίκαιο, τους κατάλληλους όρους για τη χορήγηση αναγνώρισης στους οργανισμούς που επιθυμούν να εξουσιοδοτηθούν από τα κράτη μέλη να ασκούν έλεγχο και δραστηριότητες πιστοποίησης στα πλοία για λογαριασμό τους, με σκοπό την επίτευξη των στόχων της Ένωσης, και ιδίως για την ενίσχυση της ασφάλειας στη θάλασσα και την προστασία του περιβάλλοντος. (25) Το καθεστώς αμοιβαίας αναγνώρισης των πιστοποιητικών κλάσης για υλικά, εξοπλισμό και δομικά στοιχεία που καθορίζεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 391/2009 είναι εφαρμοστέο μόνον εντός της Ένωσης για πλοία που φέρουν τη σημαία κράτους μέλους. Όσον αφορά τα αλλοδαπά σκάφη, η αποδοχή των πιστοποιητικών αυτών παραμένει στη διακριτική ευχέρεια των σχετικών τρίτων κρατών σημαίας κατά την άσκηση της αποκλειστικής τους αρμοδιότητας, ιδίως με βάση τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS). (26) Με βάση την αξιολόγησή της, η Επιτροπή έκρινε ότι οι διατάξεις του Κώδικα ΙΙΙ και του Κώδικα ΑΟ που αναφέρονται στις προηγούμενες αιτιολογικές σκέψεις είναι ασυμβίβαστες με την οδηγία 2009/15/ΕΚ ή με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 391/2009 και, συνεπώς με την οδηγία 2009/15/ΕΚ λόγω του δεσμού μεταξύ των δύο νομοθετημάτων, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη, και πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Συνεπώς, το άρθρο 2 στοιχείο δ) της οδηγίας 2009/15/ΕΚ πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως. (27) Επειδή ο Κώδικας ΑΟ τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2015, η παρούσα οδηγία πρέπει να αρχίσει να ισχύει όσο το δυνατόν πιο σύντομα μετά την ημερομηνία δημοσίευσής της. (28) Η επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και την πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) δεν εξέδωσε γνώμη για τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Κρίθηκε αναγκαία η έκδοση εκτελεστικής πράξης και ο πρόεδρος υπέβαλε το σχέδιο εκτελεστικής πράξης στην επιτροπή προσφυγών για περαιτέρω εξέταση. Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής προσφυγών, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ: Άρθρο 1 Στο άρθρο 2 της οδηγίας 2009/15/ΕΚ, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «δ) “διεθνείς συμβάσεις” η Διεθνής Σύμβαση για την Ασφάλεια της Ζωής στη Θάλασσα (SOLAS 74) της 1ης Νοεμβρίου 1974, εξαιρουμένου του κεφαλαίου XI-2 του παραρτήματός της, η Διεθνής Σύμβαση περί γραμμών φορτώσεως πλοίων της 5ης Απριλίου 1966 και η Διεθνής Σύμβαση για την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία (MARPOL) της 2ας Νοεμβρίου 1973, μαζί με τα πρωτόκολλα και τις τροποποιήσεις τους, και οι συναφείς κώδικες που έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα σε όλα τα κράτη μέλη, εξαιρουμένων των παραγράφων 16.1, 18.1 και 19 του τμήματος 2 του Κώδικα εφαρμογής των πράξεων του ΔΝΟ, και των τμημάτων 1.1, 1.3, 3.9.3.1, 3.9.3.2 και 3.9.3.3 του τμήματος 2 του Κώδικα του ΔΝΟ στην επικαιροποιημένη τους έκδοση για τους αναγνωρισμένους οργανισμούς.» Άρθρο 2 1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων. Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από την 1η Ιανουαρίου 2016. Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη. 2. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία. Άρθρο 3 Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άρθρο 4 Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη. Βρυξέλλες, 17 Δεκεμβρίου 2014.
multi_eurlex
19,004
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (EE) 2015/548 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 7ης Απριλίου 2015 για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 359/2011 για περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών λόγω της κατάστασης στο Ιράν ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 359/2011 του Συμβουλίου, της 12ης Απριλίου 2011, για περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών λόγω της κατάστασης στο Ιράν (1) και ιδίως το άρθρο 12 παράγραφος 1, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Στις 12 Απριλίου 2011, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 359/2011. (2) Αφού επανεξέτασε την απόφαση του Συμβουλίου 2011/235/ΚΕΠΠΑ (2), το Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα περιοριστικά αυτά μέτρα θα πρέπει να παραταθούν μέχρι τις 13 Απριλίου 2016. (3) Επίσης το Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι καταχωρίσεις που αφορούν ορισμένα πρόσωπα και μία οντότητα οι οποίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 359/2011 πρέπει να ενημερωθούν. (4) Επιπλέον, δεν συντρέχει πλέον λόγος να παραμείνουν δύο πρόσωπα στον κατάλογο προσώπων και οντοτήτων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα, ως έχει στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 359/2011. (5) Πέραν αυτού, μία καταχώριση που αφορά ένα πρόσωπο το οποίο περιλαμβάνεται ήδη στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 359/2011 πρέπει να διαγραφεί. (6) Το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 359/2011 πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: Άρθρο 1 Το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 359/2011 του Συμβουλίου τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα του παρόντος κανονισμού. Άρθρο 2 Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία που ακολουθεί τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Βρυξέλλες, 7 Απριλίου 2015.
multi_eurlex
1,784
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΉ ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 19ης Δεκεμβρίου 2013 σχετικά με την κοινοποίηση μέτρων που προτίθεται να θεσπίσει το Ηνωμένο Βασίλειο σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 2009/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους κανόνες και τα πρότυπα ασφαλείας για τα επιβατηγά πλοία [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2013) 9225] (Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (2013/795/ΕΕ) Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Έχοντας υπόψη την οδηγία 2009/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, για τους κανόνες και τα πρότυπα ασφαλείας για τα επιβατηγά πλοία (1), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 4, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Η οδηγία 2009/45/ΕΚ ορίζει ενιαίο επίπεδο απαιτήσεων ασφαλείας για τα επιβατηγά πλοία που εκτελούν εσωτερικά δρομολόγια ανεξάρτητα από τη σημαία που φέρουν. (2) Το άρθρο 9 παράγραφος 2 της προαναφερόμενης οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν μέτρα που επιτρέπουν την εφαρμογή απαιτήσεων ισοδύναμων προς τους κανονισμούς του παραρτήματος I της οδηγίας, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω ισοδύναμες απαιτήσεις είναι τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικές με τους κανονισμούς αυτούς και σύμφωνες με τη διαδικασία του άρθρου 9 παράγραφος 4. (3) Το άρθρο 9 παράγραφος 3 της προαναφερθείσας οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν μέτρα με τα οποία τα πλοία εξαιρούνται από ορισμένες ειδικές απαιτήσεις, εφόσον δεν υπάρχει μείωση του επιπέδου ασφαλείας και σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 9 παράγραφος 4. (4) Το άρθρο 9 παράγραφος 4 ορίζει ότι το κράτος μέλος που εφαρμόζει τις διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφοι 2 και 3 πρέπει να κοινοποιήσει στην Επιτροπή τα μέτρα που προτίθεται να θεσπίσει, με τις διευκρινίσεις που απαιτούνται ώστε να αποδεικνύεται ότι διατηρείται επαρκώς το επίπεδο ασφαλείας. Εάν, εντός 6 μηνών από την κοινοποίηση, αποφασιστεί, με τη διαδικασία του άρθρου 11 παράγραφος 2, ότι τα μέτρα δεν δικαιολογούνται, πρέπει να ζητηθεί από το εν λόγω κράτος μέλος να τροποποιήσει ή να μη θεσπίσει τα προτεινόμενα μέτρα. (5) Στις 17 Φεβρουαρίου 2011 το Ηνωμένο Βασίλειο διαβίβασε αρχικά στην Επιτροπή κοινοποίηση εθνικού μέτρου όσον αφορά εξαιρέσεις και απαιτήσεις ισοδύναμες προς τις απαιτήσεις της οδηγίας για εγχώρια επιβατηγά πλοία σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 2009/45/ΕΚ. Στις 25 Μαρτίου 2011 η Επιτροπή ζήτησε πρόσθετα τεχνικά στοιχεία και επεξηγήσεις σχετικά με την πρόταση του Ηνωμένου Βασιλείου. (6) Στις 19 Μαρτίου 2013 το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε εκ νέου κοινοποίηση εθνικού μέτρου σχετικά με τη χορήγηση είκοσι μίας ισοδύναμων απαιτήσεων και εξαιρέσεων σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 2009/45/ΕΚ. Η εν λόγω κοινοποίηση αντικαθιστά την κοινοποίηση που διαβιβάστηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2011. Αναφέρεται κυρίως σε τεχνικές και λειτουργικές εναλλακτικές προτάσεις στις απαιτήσεις της Επιτροπής, οι οποίες καλύπτουν τις ιδιαίτερες ανάγκες των μικρών επιβατηγών πλοίων που εκτελούν ακτοπλοϊκά δρομολόγια στο Ηνωμένο Βασίλειο. (7) Στις 12 Ιουνίου 2013 η Επιτροπή ζήτησε πρόσθετες πληροφορίες και διευκρινίσεις όσον αφορά το αίτημα εξαιρέσεων και ισοδύναμων απαιτήσεων. Η Επιτροπή ανέφερε ότι η προθεσμία έξι μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 της οδηγίας, η οποία άρχιζε από την παραλαβή της αρχικής κοινοποίησης, έπαυσε μέχρι να ολοκληρωθεί η πλήρης παραλαβή των πληροφοριών που είναι απαραίτητες για την οριστικοποίηση της ανάλυσης. Το Ηνωμένο Βασίλειο απάντησε στις 13 Ιουλίου 2013. Στις 23 Σεπτεμβρίου 2013 πραγματοποιήθηκε συνεδρίαση μεταξύ των εκπροσώπων της Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφάλειας της Ναυσιπλοΐας («EMSA») και των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου, για να εξεταστεί λεπτομερέστερα η εν λόγω περίπλοκη κοινοποίηση. (8) Την 1η Οκτωβρίου 2013 το Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισε να αποσύρει έντεκα εξαιρέσεις / ισοδύναμες απαιτήσεις. Το Ηνωμένο Βασίλειο επίσης επικαιροποίησε τις υπόλοιπες εξαιρέσεις / ισοδύναμες απαιτήσεις και διευκρίνισε τις προϋποθέσεις λειτουργίας υπό τις οποίες θα ισχύσουν οι αιτηθείσες εξαιρέσεις. (9) Η Επιτροπή θεωρεί ότι δικαιολογούνται εννέα από τις εξαιρέσεις / ισοδύναμες απαιτήσεις που ζητήθηκαν και ότι δεν ισχύει η διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/45/ΕΚ. (10) Το υπόλοιπο αίτημα αφορά την απαίτηση του κανονισμού ΙΙΙ/2.1 του παραρτήματος I της οδηγίας 2009/45/ΕΚ σχετικά με την «Παροχή εφεδρικών σωσίβιων σχεδιών». Το μέτρο αυτό περιλαμβάνει μία εξαίρεση και μία πρόταση ισοδύναμης απαίτησης. Το Ηνωμένο Βασίλειο ζητά να εξαιρεθούν από την απαίτηση του κανονισμού ΙΙΙ/2.1 πλοία των κατηγοριών Γ και Δ, μήκους κάτω των 24 μέτρων, τα οποία εκτελούν δρομολόγια μόνον υπό ευνοϊκές καιρικές συνθήκες, κατά τη διάρκεια της ημέρας και το καλοκαίρι, και τα οποία μεταφέρουν το πολύ 130 επιβάτες. Ως ισοδύναμη απαίτηση στον συγκεκριμένο κανονισμό, το Ηνωμένο Βασίλειο προτείνει τα εν λόγω επιβατηγά πλοία να φέρουν σωσίβιες σχεδίες για όλους τους επιβαίνοντες του πλοίου, καθώς και σωσίβιες λέμβους για το 20 % του συνόλου. (11) Η Επιτροπή θεωρεί ότι το παρόν αίτημα να εξαιρούνται τα πλοία των κατηγοριών Γ και Δ, μήκους κάτω των 24 μέτρων, από την απαίτηση του κανονισμού ΙΙΙ/2.1 του παραρτήματος I της οδηγίας 2009/45/ΕΚ σχετικά με την «Παροχή εφεδρικών σωσίβιων σχεδιών», δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει καταδείξει ότι δεν υφίσταται υποβάθμιση της ασφάλειας υπό τις προτεινόμενες συνθήκες λειτουργίας των πλοίων που εκτελούν δρομολόγια μόνον υπό ευνοϊκές καιρικές συνθήκες, κατά τη διάρκεια της ημέρας και το καλοκαίρι. Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει καταδείξει ότι ο κίνδυνος μη διαθεσιμότητας σωσίβιας σχεδίας είναι χαμηλός και το ισοδύναμο μέτρο για σωσίβιες λέμβους για το 20 % του συνόλου των επιβαινόντων είναι απαράδεκτο, καθώς υπονοεί ότι τα άτομα που θα το χρησιμοποιήσουν θα βρίσκονται στο νερό. Σε ορισμένες περιοχές που καλύπτονται από το μέτρο, η θερμοκρασία θαλάσσης στην καθορισμένη θερινή περίοδο ενδέχεται να είναι πολύ χαμηλή, φθάνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις τους 5 °C. (12) Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν δικαιολογούνται τα προτεινόμενα μέτρα του κανονισμού ΙΙΙ/2.1 του παραρτήματος I της οδηγίας 2009/45/ΕΚ. (13) Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ: Άρθρο 1 Ζητείται από το Ηνωμένο Βασίλειο να μη θεσπίσει την προτεινόμενη εξαίρεση στην απαίτηση «Παροχή εφεδρικών σωσίβιων σχεδιών» του κανονισμού ΙΙΙ/2.1 του παραρτήματος 1 της οδηγίας 2009/45/ΕΚ για τα επιβατηγά πλοία των κατηγοριών Γ και Δ μήκους κάτω των 24 μέτρων και την προτεινόμενη ισοδύναμη απαίτηση σύμφωνα με την οποία τα εν λόγω πλοία θα φέρουν σωσίβιες σχεδίες για όλους τους επιβαίνοντες και σωσίβιες λέμβους για το 20 % του συνόλου. Άρθρο 2 Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Βρυξέλλες, 19 Δεκεμβρίου 2013.
multi_eurlex
6,211
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΉ ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 7ης Δεκεμβρίου 2012 για τροποποίηση του μέρους Α του παραρτήματος XI της οδηγίας 2003/85/ΕΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τον κατάλογο των εθνικών εργαστηρίων που είναι εξουσιοδοτημένα να χειρίζονται ζώντες ιούς του αφθώδους πυρετού [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2012) 8900] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (2012/766/ΕΕ) Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Έχοντας υπόψη την οδηγία 2003/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση κοινοτικών μέτρων για την καταπολέμηση του αφθώδους πυρετού, την κατάργηση της οδηγίας 85/511/ΕΟΚ και των αποφάσεων 89/531/ΕΟΚ και 91/665/ΕΟΚ και με την τροποποίηση της οδηγίας 92/46/ΕΟΚ (1), και ιδίως το άρθρο 67 παράγραφος 2, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Η οδηγία 2003/85/ΕΚ καθορίζει τα ελάχιστα μέτρα ελέγχου που πρέπει να εφαρμόζονται σε περίπτωση εμφάνισης κρούσματος αφθώδους πυρετού, καθώς και ορισμένα προληπτικά μέτρα που αποβλέπουν στο να αυξήσουν την ενημέρωση και την ετοιμότητα των αρμόδιων αρχών και της κτηνοτροφικής κοινότητας σχετικά με την εν λόγω νόσο. (2) Τα εν λόγω προληπτικά μέτρα περιλαμβάνουν υποχρέωση των κρατών μελών να εξασφαλίζουν ότι ο χειρισμός του ιού του αφθώδους πυρετού για σκοπούς έρευνας και διάγνωσης πραγματοποιείται μόνον από τα εξουσιοδοτημένα εθνικά εργαστήρια που απαριθμούνται στο μέρος Α του παραρτήματος XI της οδηγίας 2003/85/ΕΚ. (3) Το Ηνωμένο Βασίλειο ενημέρωσε επίσημα την Επιτροπή ότι το όνομα του εθνικού εργαστηρίου που αναφέρεται στο μέρος Α του παραρτήματος XI της οδηγίας 2003/85/ΕΚ, το οποίο βρίσκεται στο εν λόγω κράτος μέλος, έχει αλλάξει. (4) Για λόγους ασφάλειας δικαίου, έχει σημασία να περιέχει επίκαιρα στοιχεία ο κατάλογος των εθνικών εργαστηρίων του μέρους Α του παραρτήματος XI της οδηγίας 2003/85/ΕΚ. Συνεπώς, είναι ανάγκη να αντικατασταθεί η εγγραφή για το Ηνωμένο Βασίλειο στον κατάλογο των εθνικών εργαστηρίων του μέρους Α του εν λόγω παραρτήματος. (5) Συνεπώς, το παράρτημα XI της οδηγίας 2003/85/ΕΟΚ πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως. (6) Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ: Άρθρο 1 Στο μέρος Α του παραρτήματος XI της οδηγίας 2003/85/ΕΚ, η εγγραφή για το Ηνωμένο Βασίλειο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «UK Ηνωμένο Βασίλειο The Pirbright Institute Ηνωμένο Βασίλειο Εσθονία Φινλανδία Ιρλανδία Λετονία Μάλτα Σλοβενία Σουηδία» Άρθρο 2 Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη. Βρυξέλλες, 7 Δεκεμβρίου 2012.
multi_eurlex
2,315
ΑΠΌΦΑΣΗ 2013/320/ΚΕΠΠΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 24ης Ιουνίου 2013 για τη στήριξη δραστηριοτήτων που αφορούν την υλική ασφάλεια και τη διαχείριση αποθεμάτων για τη μείωση του κινδύνου παράνομης εμπορίας φορητών όπλων και ελαφρού οπλισμού (ΦΟΕΟ) και των πυρομαχικών τους στη Λιβύη και την περιοχή της ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδίως το άρθρο 26 παράγραφος 2 και το άρθρο 31 παράγραφος 1, Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ύπατης Εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Μετά τη λαϊκή εξέγερση στη Λιβύη τον Φεβρουάριο του 2011 και την ένοπλη σύγκρουση που ακολούθησε, η Λιβύη βρέθηκε αντιμέτωπη με μεγάλο αριθμό αποθεμάτων συμβατικών όπλων και πυρομαχικών, στον οποίο συμπεριλαμβάνεται μεγάλος όγκος μη χρησιμοποιούμενου ή επικίνδυνου εξοπλισμού. Η ανεξέλεγκτη διάδοση φορητών όπλων και ελαφρού οπλισμού (ΦΟΕΟ) και πυρομαχικών επιδεινώνει την ανασφάλεια στη Λιβύη, τις γειτονικές χώρες και την ευρύτερη περιοχή, υποδαυλίζει τη σύγκρουση και υπονομεύει την οικοδόμηση της ειρήνης μετά τη σύγκρουση και συνιστά, με τον τρόπο αυτό, σοβαρή απειλή για την ειρήνη και την ασφάλεια. (2) Δίνοντας συνέχεια στη στήριξη που προσέφερε προς τον λαό της Λιβύης τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά τη λήξη της ένοπλης σύγκρουσης, η Ένωση δεσμεύεται για περαιτέρω συνεργασία με τη Λιβύη σε ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων, περιλαμβανομένων των ζητημάτων ασφάλειας, και για τη στήριξη της διαδικασίας μετάβασης στη δημοκρατία, τη διατήρηση της ειρήνης και την ασφάλεια. (3) Στις 15 και 16 Δεκεμβρίου 2005, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε τη στρατηγική της ΕΕ για την καταπολέμηση της παράνομης συσσώρευσης και διακίνησης ΦΟΕΟ και των πυρομαχικών τους. Η εν λόγω στρατηγική αναγνωρίζει ότι ο μεγάλος όγκος αποθεμάτων ΦΟΕΟ και πυρομαχικών καθιστά τα όπλα αυτά εξίσου προσιτά σε αμάχους, εγκληματίες, τρομοκράτες και μαχομένους και επισημαίνει την ανάγκη προληπτικής δράσης που θα στρέφεται κατά της παράνομης προσφοράς συμβατικών όπλων και της ζήτησής τους. Επιπλέον, δηλώνει ότι η Αφρική είναι η ήπειρος που πλήττεται κατ’ εξοχήν από τον αντίκτυπο των εσωτερικών συγκρούσεων ο οποίος επαυξάνεται λόγω της αποσταθεροποιητικής εισροής ΦΟΕΟ. (4) Στις 23 Μαΐου 2012, η Λιβύη, το Σουδάν, η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, το Τσαντ και η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό υπέγραψαν τη Διακήρυξη του Χαρτούμ για τον έλεγχο των φορητών όπλων και του ελαφρού οπλισμού στις γειτονικές χώρες του Δυτικού Σουδάν. Στην εν λόγω Διακήρυξη, η Λιβύη και τα υπόλοιπα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύτηκαν, μεταξύ άλλων, να ενισχύσουν τις εθνικές τους ικανότητες και θεσμούς για την ανάπτυξη και την υλοποίηση συνολικών στρατηγικών ελέγχου των ΦΟΕΟ, εθνικών σχεδίων δράσης και παρεμβάσεων, περιλαμβανομένης της φυσικής ασφάλειας και της διαχείρισης των αποθεμάτων (ΦΑΔΑΦΑΔΑ) των ΦΟΕΟ και των πυρομαχικών που βρίσκονται υπό κρατικό έλεγχο, σύμφωνα με διεθνή πρότυπα. (5) Η Διακήρυξη του Χαρτούμ καλεί τους περιφερειακούς και διεθνείς οργανισμούς να στηρίξουν - σε συντονισμό με τη διεθνή κοινότητα - με τεχνικά και οικονομικά μέσα την υλοποίηση των συμπερασμάτων της διάσκεψης που πραγματοποιήθηκε στο Χαρτούμ στις 22 και 23 Μαΐου 2012, καθώς και όλες τις επακόλουθες δραστηριότητες και πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση του ζητήματος των ΦΟΕΟ σε κάθε χώρα. (6) Στις 18 Ιουνίου 2004, η Λιβύη επικύρωσε το Πρωτόκολλο κατά της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών, το οποίο συμπληρώνει τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος. (7) Η γερμανική εταιρεία για τη διεθνή συνεργασία, Deutsche Gesellschaft für Internationale Zusammenarbeit (GIZ) GmbH («GIZ»), καταρτίζει έργο για τον έλεγχο συμβατικών όπλων στη Λιβύη. Στις 2 Μαΐου 2012, η GIZ και το λιβυκό Κέντρο Δράσης κατά των Ναρκών, ως οργανισμός του Υπουργείου Άμυνας, συμφώνησαν σε ένα πρόγραμμα πλαίσιο για τη δράση κατά των ναρκών και τον έλεγχο των συμβατικών όπλων. Το γενικό Πρόγραμμα για τον έλεγχο συμβατικών όπλων στη Λιβύη («πρόγραμμα») αποτελείται από δύο συγκεκριμένες ενότητες και συγχρηματοδοτείται από την Ένωση και το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εξωτερικών. (8) Είναι ανάγκη να διασφαλιστεί, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, ότι η υλοποίηση των δραστηριοτήτων ΦΑΔΑΦΑΔΑ είναι αρμοδιότητα της Λιβύης, σύμφωνα με τις βασικές αρχές της εθνικής ανάληψης ευθυνών και της ουσιαστικής χειραφέτησης των τοπικών εταίρων. Κατά συνέπεια, το πρόγραμμα επιδιώκει τη συμμετοχή των σχετικών λιβυκών φορέων, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, του Υπουργείου Εσωτερικών, του Υπουργείου Άμυνας, των Ενόπλων Δυνάμεων και άλλων αρμόδιων φορέων, στις δραστηριότητες ΦΑΔΑΦΑΔΑ. Η GIZ θα παρέχει επιχειρησιακή υποστήριξη και τεχνικές συμβουλές στους βασικούς εταίρους του προγράμματος. (9) Το πρόγραμμα αναγνωρίζει τη δυναμική που υφίσταται αυτήν τη στιγμή στη Λιβύη, καθώς και την ανάγκη εμπλοκής όλων των φορέων και ενδεχόμενων εθνικών εταίρων ήδη από το αρχικό στάδιο. Έχει στόχο την καλλιέργεια εταιρικών σχέσεων με διεθνείς μη κυβερνητικές οργανώσεις που ειδικεύονται στην εκκαθάριση των ναρκών και σε θέματα ΦΑΔΑΦΑΔΑ και έχουν ήδη αποδείξει τις επιχειρησιακές τους ικανότητες στη Λιβύη. Επίσης, υπογραμμίζει την ανάγκη ενίσχυσης της περιφερειακής συνεργασίας με τις γειτονικές χώρες. Η Ένωση φρονεί ότι η οικονομική ενίσχυση της GIZ μπορεί να συμβάλει στη μείωση των κινδύνων που πηγάζουν από το ενδεχόμενο παράνομης διάδοσης συμβατικών όπλων και πυρομαχικών προς και από τη Λιβύη και την ευρύτερη περιοχή, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ: Άρθρο 1 1. Η Ένωση επιδιώκει την προώθηση της ειρήνης και της ασφάλειας στη Λιβύη και στην ευρύτερη περιοχή, στηρίζοντας μέτρα για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής υλικής ασφάλειας και διαχείρισης των αποθεμάτων των οπλοστασίων στη Λιβύη από τα κρατικά θεσμικά όργανα της Λιβύης με σκοπό τη μείωση των κινδύνων που θέτουν στην ειρήνη και την ασφάλεια η παράνομη διάδοση και υπέρμετρη συσσώρευση ΦΟΕΟ και των πυρομαχικών τους, και προωθώντας, μεταξύ άλλων, την αποτελεσματική πολυμερή προσέγγιση σε περιφερειακό επίπεδο. 2. Οι δράσεις που θα υποστηριχθούν από την Ένωση αποβλέπουν συγκεκριμένα στα ακόλουθα: - παροχή βοήθειας στα κρατικά θεσμικά όργανα της Λιβύης για την ανάπτυξη εθνικής στρατηγικής και τυποποιημένων μεθόδων εργασίας για τη ΦΑΔΑΦΑΔΑ, - παροχή στήριξης στα κρατικά θεσμικά όργανα της Λιβύης για τη θέσπιση πλαισίου κατάρτισης σε ζητήματα ΦΑΔΑΦΑΔΑ, - στήριξη της αποκατάστασης και της διαχείρισης της ασφάλειας στους χώρους αποθήκευσης πυρομαχικών σύμφωνα με εθνικά πρότυπα, - παροχή προσωρινών μονάδων αποθήκευσης συμβατικών όπλων και αποθεμάτων πυρομαχικών, - στήριξη της μετεγκατάστασης των χώρων αποθήκευσης πυρομαχικών που βρίσκονται σε κατοικημένες περιοχές, - διεξαγωγή μελέτης σκοπιμότητας για τους τρόπους μείωσης των διαθέσιμων αποθεμάτων πυρομαχικών μέσω της ανακύκλωσής τους, - προώθηση περιφερειακής συνεργασίας με τις γειτονικές χώρες σε θέματα ΦΑΔΑΦΑΔΑ, - θέσπιση ανθεκτικού συστήματος διαχείρισης κινδύνου για την εξασφάλιση της υλοποίησης του προγράμματος εντός ενός ταχέως μεταβαλλόμενου πλαισίου εφαρμογής. 3. Για να επιτευχθεί ο στόχος της παραγράφου 1, η Ένωση σκοπεύει να στηρίξει τα κρατικά θεσμικά όργανα της Λιβύης στην καταγραφή μη ασφαλισμένων εγκαταστάσεων αποθήκευσης πυρομαχικών που υπέστησαν ζημιές κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης και στη διασφάλιση κατάλληλης φυσικής προστασίας και διαχείρισης των αποθεμάτων των οπλοστασίων. Το σχέδιο υλοποιείται βάσει της αρχής της εθνικής ανάληψης ευθυνών, με στόχο τη μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητά του. Κατά συνέπεια, όλες οι δραστηριότητες υλοποιούνται σε συντονισμό με τα αντίστοιχα κρατικά θεσμικά όργανα της Λιβύης και τους άλλους αρμόδιους φορείς. Επιπλέον, το σχέδιο σέβεται την προσέγγιση του «μη βλάπτειν» για λόγους ευαισθησίας στο θέμα των συγκρούσεων. Λεπτομερής περιγραφή του έργου παρατίθεται στο παράρτημα. Άρθρο 2 1. Ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας («ΥΕ») έχει την ευθύνη της εφαρμογής της παρούσας απόφασης. 2. Η τεχνική υλοποίηση του έργου που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 πραγματοποιείται από την Deutsche Gesellschaft für Internationale Zusammenarbeit (GIZ) GmbH («GIZ»). 3. Η GIZ εκτελεί τα καθήκοντά της υπό την ευθύνη του ΥΕ. Για τον λόγο αυτό, ο ΥΕ προβαίνει στις κατάλληλες ρυθμίσεις με την GIZ. Άρθρο 3 1. Το ποσό δημοσιονομικής αναφοράς για την υλοποίηση του έργου που αναφέρεται στο άρθρο 1 ανέρχεται σε 5 000 000 EUR. Ο συνολικός εκτιμώμενος προϋπολογισμός του συνολικού έργου ανέρχεται σε 6 600 000 EUR, που παρέχεται μέσω συγχρηματοδότησης με το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εξωτερικών. 2. Η διαχείριση των δαπανών που χρηματοδοτούνται από το οριζόμενο στην παράγραφο 1 ποσό γίνεται σύμφωνα με τις διαδικασίες και τους κανόνες που εφαρμόζονται στον προϋπολογισμό της Ένωσης. 3. Η Επιτροπή εποπτεύει την ορθή διαχείριση των δαπανών που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή συνάπτει την απαραίτητη συμφωνία με την GIZ. Η συμφωνία ορίζει ότι η GIZ πρέπει να εξασφαλίζει προβολή της συνεισφοράς της Ένωσης, αντίστοιχη με το ύψος της. 4. Η Επιτροπή προσπαθεί να συνάψει τη συμφωνία της παραγράφου 3 το ταχύτερο δυνατό μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης. Ενημερώνει το Συμβούλιο για τυχόν δυσκολίες στη διαδικασία αυτή και για την ημερομηνία σύναψης της συμφωνίας. Άρθρο 4 1. Ο ΥΕ υποβάλλει στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας απόφασης βάσει τακτικών εκθέσεων που εκπονεί η GIZ. Οι εκθέσεις αυτές αποτελούν τη βάση για την αξιολόγηση στην οποία προβαίνει το Συμβούλιο. 2. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση επί των δημοσιονομικών πτυχών του έργου που αναφέρεται στο άρθρο 1. Άρθρο 5 1. Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία της έκδοσής της. Αναθεωρείται και τροποποιείται υπό το πρίσμα της πολιτικής κατάστασης στη Λιβύη, το αργότερο 24 μήνες μετά την ημερομηνία ολοκλήρωσης της συμφωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 3. 2. Η ισχύς της παρούσας απόφασης λήγει 60 μήνες μετά την ημερομηνία ολοκλήρωσης της συμφωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 3, εκτός αντιθέτου αποφάσεως λόγω της αναθεώρησης που διεξάγεται δυνάμει της παραγράφου 2. Ωστόσο, η απόφαση λήγει έξι μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της, εφόσον δεν έχει συναφθεί συμφωνία εντός του εν λόγω χρονικού διαστήματος. Λουξεμβούργο, 24 Ιουνίου 2013.
multi_eurlex
9,201
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 965/2013 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 9ης Οκτωβρίου 2013 για την 204η τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 881/2002 του Συμβουλίου για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με το δίκτυο της Αλ Κάιντα Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 881/2002 του Συμβουλίου, της 27ης Μαΐου 2002, για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με το δίκτυο της Αλ Κάιντα (1), και ιδίως το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) και το άρθρο 7α παράγραφος 5, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 881/2002 απαριθμεί τα πρόσωπα, τις ομάδες και τις οντότητες που αφορά η δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων βάσει του εν λόγω κανονισμού. (2) Στις 1 Οκτωβρίου 2013, η Επιτροπή Κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (ΣΑΗΕ) αποφάσισε να αφαιρέσει ένα φυσικό πρόσωπο από τον κατάλογο προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που αφορά η δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων, αφού εξέτασε τις αιτήσεις διαγραφής από τον κατάλογο που υπέβαλε το εν λόγω πρόσωπο και τη λεπτομερή έκθεση του Διαμεσολαβητή ο οποίος θεσμοθετήθηκε με την απόφαση 1904(2009) του ΣΑΗΕ. (3) Κατά συνέπεια, το παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 881/2002 θα πρέπει να επικαιροποιηθεί αναλόγως, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: Άρθρο 1 Το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 881/2002 τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα του παρόντος κανονισμού. Άρθρο 2 Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Βρυξέλλες, 9 Οκτωβρίου 2013.
multi_eurlex
1,674
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 895/2013 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 18ης Σεπτεμβρίου 2013 για την 202η τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 881/2002 του Συμβουλίου για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με το δίκτυο της Αλ Κάιντα Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 881/2002 του Συμβουλίου, της 27ης Μαΐου 2002, για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με το δίκτυο της Αλ Κάιντα, (1) και ιδίως το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) και το άρθρο 7α παράγραφος 5, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 881/2002 απαριθμεί τα πρόσωπα, τις ομάδες και τις οντότητες που αφορά η δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων βάσει του εν λόγω κανονισμού. (2) Στις 11 Σεπτεμβρίου 2013 η Επιτροπή Κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (ΣΑΗΕ) αποφάσισε να αφαιρέσει ένα πρόσωπο από τον κατάλογο προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που αφορά η δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων. (3) Κατά συνέπεια, το παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 881/2002 θα πρέπει να επικαιροποιηθεί ανάλογα, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: Άρθρο 1 Το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 881/2002 τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα του παρόντος κανονισμού. Άρθρο 2 Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Βρυξέλλες, 18 Σεπτεμβρίου 2013.
multi_eurlex
1,513
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΉ ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 27ης Μαΐου 2013 σχετικά με την τροποποίηση της απόφασης 2009/852/ΕΚ για τη λήψη μεταβατικών μέτρων σύμφωνα με τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 852/2004 και (ΕΚ) αριθ. 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τη μεταποίηση νωπού γάλακτος που δεν πληροί τις κοινοτικές προδιαγραφές σε ορισμένες εγκαταστάσεις μεταποίησης γάλακτος στη Ρουμανία καθώς και τις διαρθρωτικές απαιτήσεις για τις εν λόγω εγκαταστάσεις [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2013) 2803] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (2013/249/ΕΕ) Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών κανόνων υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (1), και ιδίως το άρθρο 9 πρώτο εδάφιο, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Η απόφαση 2009/852/ΕΚ (2) της Επιτροπής ορίζει ότι οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο παράρτημα III τμήμα IX κεφάλαιο I υποκεφάλαια II και III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004 δεν εφαρμόζονται, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013, στις εγκαταστάσεις μεταποίησης γάλακτος στη Ρουμανία που παρατίθενται στο παράρτημα II και στο παράρτημα III της εν λόγω απόφασης. (2) Σύμφωνα με την απόφαση 2009/852/ΕΚ, ορισμένες εγκαταστάσεις μεταποίησης γάλακτος που περιλαμβάνονται στο παράρτημα II της εν λόγω απόφασης δύνανται να μεταποιούν μη συμμορφούμενο γάλα με χωριστές γραμμές παραγωγής. (3) Στις 15 Φεβρουαρίου 2013 η Ρουμανία απέστειλε στην Επιτροπή αναθεωρημένο και επικαιροποιημένο κατάλογο των εν λόγω εγκαταστάσεων μεταποίησης γάλακτος. (4) Στον εν λόγω αναθεωρημένο και επικαιροποιημένο κατάλογο, η εγκατάσταση αριθ. L35 SC DANONE PDPA ROMANIA SRL διαγράφηκε από το παράρτημα II και εγκρίθηκε για τη μεταποίηση μόνο συμμορφούμενου με τις προδιαγραφές γάλακτος που πρόκειται να διατεθεί στην αγορά της ΕΕ. (5) Η εγκατάσταση αριθ. MM 1795 SC CALITATEA SRL έλαβε την άδεια να μεταποιεί συμμορφούμενο και μη συμμορφούμενο με τις προδιαγραφές νωπό γάλα χωρίς χωριστές γραμμές παραγωγής και, κατά συνέπεια, θα πρέπει να διαγραφεί από το παράρτημα II και να μεταφερθεί στο παράρτημα III της ίδιας απόφασης. (6) Έχουν διαγραφεί 17 εγκαταστάσεις που παρατίθενται προς το παρόν στο παράρτημα III της απόφασης 2009/852/ΕΚ, καθώς επιτρέπεται να διαθέτουν γαλακτοκομικά προϊόντα στην ενδοενωσιακή αγορά, αφού χρησιμοποιούν μόνο συμμορφούμενο με τις προδιαγραφές γάλα. Οι εγκαταστάσεις αυτές εμφανίζονταν στον πίνακα του παραρτήματος III της απόφασης 2009/852/ΕΚ με τους εξής αριθμούς: 1 (AB 641 SC BIOMILK SRL), 6 (L78 SC ROMFULDA PROD SRL), 9 (BN 2399 SC CARMO-LACT PROD SRL), 13 (L140 S.C. CARMOLACT SRL), 29 (CT 30 EASTERN EUROPEAN FOODS SRL), 40 (L124 SC PRIMULACT SRL και, μετά την αλλαγή επωνυμίας, SC LACTATE HARGHITA SA), 41 (HR 119 BOMILACT SRL), 42 (HR 625 LACTIS SRL), 43 (HR 213 SC PAULACT SA), 45 (IS 1540 SC PROMILCH SRL), 46 (L18 S.C. EUROCHEESE SRL), 56 (L121 SC MIRDATOD PROD SRL), 69 (SM 4189 SC PRIMALACT SRL), 70 (L5 SC NIRO SERV COM SRL), 74 (SV 1562 SC BUCOVINA SA SUCEAVA), 81 (L80 SC INDUSTRIAL MARIAN SRL) και 82 (VN 231 VRANLACT SA). (7) Επιπλέον, 7 εγκαταστάσεις που παρατίθενται προς το παρόν στο παράρτημα III της απόφασης 2009/852/ΕΚ έχουν κλείσει και, κατά συνέπεια, θα πρέπει να διαγραφούν από τον κατάλογο. Αυτές οι εγκαταστάσεις εμφανίζονταν στον πίνακα του παραρτήματος III της απόφασης 2009/852/ΕΚ με τους εξής αριθμούς: 26 (CT 225 MIH PROD SRL), 28 (CT 258 BINCO LACT SRL), 30 (CT 15 SC NIC COSTI TRADE SRL), 32 (L82 SC TOTALLACT GROUP SA), 33 (DJ 80 SC DUVADI PROD COM SRL), 75 (SV 1888 SC TOCAR PROD SRL) και 76 (SV 4909 SC ZADA PROD SRL). (8) Επιπλέον, 6 εγκαταστάσεις στη Ρουμανία ζήτησαν να καταχωριστούν για πρώτη φορά στο παράρτημα III της απόφασης 2009/852/ΕΚ. Οι εγκαταστάσεις αυτές προστέθηκαν στον κατάλογο με τους εξής αριθμούς: 8 (L185 SC SIMCODRIN COM SRL), 17 (L83 SC KAZAL SRL), 45 (L169 SC DOBREAN SRL), 46 (L152 AGROTRANSCOMEX SRL), 61 (L199 SC LACTO-BOROAIA SRL) και 40 (L189 SC CALITATEA SRL). (9) Κατά συνέπεια, η απόφαση 2009/852/ΕΚ πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως. (10) Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ: Άρθρο 1 Τα παραρτήματα II και ΙΙΙ της απόφασης 2009/852/ΕΚ αντικαθίστανται από το κείμενο του παραρτήματος της παρούσας απόφασης. Άρθρο 2 Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη. Βρυξέλλες, 27 Μαΐου 2013.
multi_eurlex
3,557
ΟΔΗΓΊΑ 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση) ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 78 παράγραφος 2 στοιχείο δ), Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1), Αφού ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών, Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2), Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Είναι σκόπιμο να επέλθουν ορισμένες ουσιώδεις αλλαγές στην οδηγία 2005/85/ΕΚ, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα (3). Για λόγους σαφήνειας, είναι σκόπιμη η αναδιατύπωση της εν λόγω οδηγίας. (2) Η κοινή πολιτική ασύλου, που περιλαμβάνει το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα για το άσυλο, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του στόχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προοδευτική εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, ανοικτού σε εκείνους οι οποίοι, αναγκασμένοι από τις περιστάσεις, αναζητούν νομίμως προστασία στην Ένωση. Η πολιτική αυτή θα πρέπει να διέπεται από την αρχή της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής ευθυνών μεταξύ των κρατών μελών, μεταξύ άλλων και στο οικονομικό επίπεδο. (3) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατά την έκτακτη σύνοδο στο Τάμπερε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, συμφώνησε να καταβληθεί προσπάθεια για τη θέσπιση κοινού ευρωπαϊκού συστήματος για το άσυλο, με βάση την πλήρη και συνολική εφαρμογή της σύμβασης της Γενεύης σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων της 28ης Ιουλίου 1951, όπως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967 («σύμβαση της Γενεύης»), επιβεβαιώνοντας έτσι την αρχή της μη επαναπροώθησης και διασφαλίζοντας ότι κανείς δεν αποστέλλεται πίσω σε μέρος όπου θα υφίστατο διώξεις. (4) Στα συμπεράσματα του Τάμπερε αναφέρεται ότι το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα για το άσυλο θα πρέπει βραχυπρόθεσμα να περιλαμβάνει κοινές απαιτήσεις για δίκαιες και αποτελεσματικές διαδικασίες ασύλου στα κράτη μέλη και, πιο μακροπρόθεσμα, ενωσιακούς κανόνες που θα καταλήξουν σε κοινή διαδικασία ασύλου στην Ένωση. (5) Η πρώτη φάση του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου επιτεύχθηκε μέσω της έκδοσης των συναφών νομικών πράξεων που προβλέπονται στις Συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας 2005/85/ΕΚ, η οποία συνιστούσε ένα πρώτο μέτρο στις διαδικασίες ασύλου. (6) Στις 4 Νοεμβρίου 2004, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε το πρόγραμμα της Χάγης, το οποίο καθορίζει τους στόχους που πρέπει να υλοποιηθούν στον τομέα της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης κατά την περίοδο 2005-2010. Στο πλαίσιο αυτό, το πρόγραμμα της Χάγης κάλεσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ολοκληρώσει την αξιολόγηση των νομικών πράξεων της πρώτης φάσης και να υποβάλει τις νομικές πράξεις και τα μέτρα της δεύτερης φάσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Κατ’ εφαρμογή του προγράμματος της Χάγης, ο στόχος που πρέπει να επιδιωχθεί σε σχέση με την εγκαθίδρυση κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου είναι η θέσπιση κοινής διαδικασίας ασύλου και ομοιόμορφου καθεστώτος το οποίο να ισχύει σε ολόκληρη την Ένωση. (7) Στο Ευρωπαϊκό σύμφωνο για τη μετανάστευση και το άσυλο, το οποίο εγκρίθηκε στις 16 Οκτωβρίου 2008, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επεσήμαινε ότι εξακολουθούσαν να υφίστανται σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την παροχή προστασίας και ζητούσε την ανάληψη νέων πρωτοβουλιών, ιδίως πρότασης για τη θέσπιση ενιαίας διαδικασίας ασύλου που να συμπεριλαμβάνει κοινές εγγυήσεις, ενόψει της ολοκλήρωσης της εγκαθίδρυσης κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, όπως προβλέπεται στο πρόγραμμα της Χάγης. (8) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στη συνεδρίασή του στις 10 και 11 Δεκεμβρίου 2009, ενέκρινε το πρόγραμμα της Στοκχόλμης, το οποίο επανέλαβε τη δέσμευση προς τον στόχο της εγκαθίδρυσης μέχρι το 2012 ενός κοινού χώρου προστασίας και αλληλεγγύης, που βασίζεται σε κοινή διαδικασία ασύλου και ομοιόμορφου καθεστώτος για τα πρόσωπα στα οποία χορηγείται διεθνής προστασία με βάση υψηλές προδιαγραφές ασφαλείας, και δίκαιες και αποτελεσματικές διαδικασίες. Στο πρόγραμμα της Στοκχόλμης τονίστηκε ότι τα πρόσωπα που χρήζουν διεθνούς προστασίας πρέπει να έχουν εγγυημένη πρόσβαση σε νομικά ασφαλείς και αποτελεσματικές διαδικασίες. Σύμφωνα με το πρόγραμμα της Στοκχόλμης, θα πρέπει να προσφέρεται στα πρόσωπα ισότιμο επίπεδο μεταχείρισης όσον αφορά όσον αφορά τις διαδικαστικές ρυθμίσεις και τον προσδιορισμό του παρεχόμενου καθεστώτος, ανεξάρτητα από το κράτος μέλος στο οποίο καταθέτουν αίτηση διεθνούς προστασίας. Στόχος είναι οι παρεμφερείς υποθέσεις να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο και να καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα. (9) Οι πόροι του Ευρωπαϊκού Ταμείου για τους Πρόσφυγες και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (ΕΥΥΑ) είναι σκόπιμο να αξιοποιούνται με σκοπό την επαρκή υποστήριξη των προσπαθειών των κρατών μελών για την εφαρμογή των απαιτήσεων που θεσπίζονται κατά τη δεύτερη φάση του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου, ιδίως δε των κρατών μελών εκείνων που αντιμετωπίζουν ιδιάζουσες και δυσανάλογα μεγάλες πιέσεις για τα συστήματα ασύλου τους, εξαιτίας ειδικότερα της γεωγραφικής ή δημογραφικής τους κατάστασης. (10) Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές της ΕΥΥΑ. (11) Με σκοπό να διασφαλισθεί η σφαιρική και αποτελεσματική εκτίμηση των αναγκών διεθνούς προστασίας των αιτούντων κατά την έννοια της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (4), το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις διαδικασίες χορήγησης και ανάκλησης διεθνούς προστασίας ενδείκνυται να στηρίζεται στην έννοια ενιαίας διαδικασίας. (12) Κύριος στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η περαιτέρω ανάπτυξη απαιτήσεων για τις διαδικασίες χορήγησης και ανάκλησης της διεθνούς προστασίας στα κράτη μέλη ενόψει της δημιουργίας κοινής διαδικασίας ασύλου στην Ένωση. (13) Η προσέγγιση των κανόνων σχετικά με τις διαδικασίες χορήγησης και ανάκλησης της διεθνούς προστασίας αναμένεται να συμβάλει στον περιορισμό των δευτερογενών μετακινήσεων των αιτούντων διεθνή προστασία μεταξύ των κρατών μελών, όταν αυτές οφείλονται στις διαφορές των νομικών πλαισίων, και να οδηγήσει στη δημιουργία ισοδύναμων συνθηκών για την εφαρμογή της οδηγίας 2011/95/ΕΕ στα κράτη μέλη. (14) Θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ περισσότερο ευνοϊκές διατάξεις για τους υπηκόους τρίτων χωρών ή τους ανιθαγενείς που ζητούν διεθνή προστασία από κράτος μέλος, όταν το αίτημα θεωρείται ότι βασίζεται στο γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος χρήζει διεθνούς προστασίας κατά την έννοια της οδηγίας 2011/95/ΕΕ. (15) Όσον αφορά τη μεταχείριση των προσώπων που εμπίπτουν στην παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη δεσμεύονται από υποχρεώσεις που υπέχουν από πράξεις διεθνούς δικαίου στις οποίες είναι μέρη. (16) Είναι βασικό να λαμβάνονται οι αποφάσεις για όλες τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας με βάση τα γεγονότα και πρωτίστως από αρχές το προσωπικό των οποίων έχει την απαραίτητη γνώση ή κατάρτιση στον τομέα της διεθνούς προστασίας. (17) Προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι αιτήσεις για διεθνή προστασία εξετάζονται και οι αποφάσεις επ’ αυτών λαμβάνονται αντικειμενικά και αμερόληπτα, είναι αναγκαίο οι επαγγελματίες που ενεργούν στο πλαίσιο των διαδικασιών της παρούσας οδηγίας να εκτελούν τις δραστηριότητές τους τηρώντας απαρέγκλιτα τις ισχύουσες δεοντολογικές αρχές. (18) Είναι προς το συμφέρον τόσο των κρατών μελών όσο και των αιτούντων διεθνή προστασία να λαμβάνεται απόφαση επί των αιτήσεων το συντομότερο δυνατό, με την επιφύλαξη της διεξαγωγής κατάλληλης και πλήρους εξέτασης. (19) Προκειμένου να μειώνεται η συνολική διάρκεια της διαδικασίας σε ορισμένες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν την ευελιξία, σύμφωνα με τις εθνικές ανάγκες τους, να εξετάζουν κατά προτεραιότητα μια αίτηση πριν από άλλες, προηγουμένως υποβληθείσες, χωρίς να παρεκκλίνουν από τις συνήθεις διαδικαστικές προθεσμίες, αρχές και εγγυήσεις. (20) Σε αυστηρά καθορισμένες περιστάσεις, όταν η αίτηση είναι πιθανώς αβάσιμη ή όταν υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιταχύνουν τη διαδικασία εξέτασης, ιδίως με την πρόβλεψη μικρότερων αλλά εύλογων προθεσμιών για ορισμένα διαδικαστικά βήματα, με την επιφύλαξη διεξαγωγής επαρκούς και πλήρους εξέτασης και εφόσον ο αιτών έχει πραγματικά πρόσβαση σε βασικές αρχές και εγγυήσεις που προβλέπει η παρούσα οδηγία. (21) Εφόσον ο αιτών δώσει πειστικές εξηγήσεις, η έλλειψη εγγράφων κατά την είσοδο ή η χρήση πλαστών εγγράφων αυτή καθαυτή δεν θα πρέπει να συνεπάγεται την εφαρμογή συνοριακής ή ταχείας διαδικασίας. (22) Επίσης, είναι προς το συμφέρον τόσο των κρατών μελών όσο και των αιτούντων να διασφαλίζεται η ορθή αναγνώριση των αναγκών διεθνούς προστασίας ήδη στον πρώτο βαθμό. Για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να παρέχονται στους αιτούντες, από τον πρώτο βαθμό και δωρεάν, νομικές και διαδικαστικές πληροφορίες, λαμβανομένης υπόψη της προσωπικής τους κατάστασης. Η παροχή αυτών των πληροφοριών θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να επιτρέψει στους αιτούντες να κατανοήσουν καλύτερα τη διαδικασία, και επομένως να τους βοηθήσει να συμμορφωθούν με τις σχετικές υποχρεώσεις. Θα ήταν δυσανάλογο να απαιτηθεί από τα κράτη μέλη να παρέχουν τις πληροφορίες αυτές μόνο μέσω των υπηρεσιών εξειδικευμένων δικηγόρων. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τα πλέον κατάλληλα μέσα για την παροχή αυτών των πληροφοριών, ιδίως μέσω μη κυβερνητικών οργανώσεων ή επαγγελματιών των κρατικών αρχών ή ειδικευμένων κρατικών υπηρεσιών. (23) Στο πλαίσιο των διαδικασιών προσφυγών, θα πρέπει να χορηγείται στους αιτούντες, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση από πρόσωπα που βάσει της εθνικής νομοθεσίας έχουν τις σχετικές ικανότητες. Επιπλέον, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, οι αιτούντες θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να συμβουλεύονται, ιδία δαπάνη, νομικούς ή άλλους συμβούλους που γίνονται δεκτοί ή στους οποίους επιτρέπεται να λειτουργούν με την ιδιότητα αυτή βάσει του εθνικού δικαίου. (24) Η έννοια της δημόσιας τάξης μπορεί μεταξύ άλλων να καλύπτει καταδίκη για διάπραξη σοβαρού εγκλήματος. (25) Προς τον σκοπό της ορθής αναγνώρισης των ατόμων που χρήζουν προστασίας ως πρόσφυγες κατά την έννοια του άρθρου 1 της σύμβασης της Γενεύης ή ως πρόσωπα που δικαιούνται επικουρική προστασία, κάθε αιτών θα πρέπει να έχει πραγματική πρόσβαση στις διαδικασίες, τη δυνατότητα να συνεργάζεται και να επικοινωνεί καταλλήλως με τις αρμόδιες αρχές ώστε να υποβάλλει τα στοιχεία της υπόθεσής του, καθώς και επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις για να προωθεί την υπόθεσή του σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Επιπλέον, η εξέταση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας θα πρέπει κανονικά να δίδει στον αιτούντα τουλάχιστον: το δικαίωμα παραμονής εν αναμονή της απόφασης από την αποφαινόμενη αρχή, πρόσβαση σε διερμηνέα για την παρουσίαση της υπόθεσής του σε περίπτωση συνέντευξης με τις αρχές, δυνατότητα επικοινωνίας με εκπρόσωπο του Ύπατου Αρμοστή του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (UNHCR) και με οργανώσεις που παρέχουν ενημέρωση ή συμβουλές σε αιτούντες διεθνή προστασία, το δικαίωμα κατάλληλης κοινοποίησης της απόφασης και πραγματικό και νομικό σκεπτικό της απόφασης, τη δυνατότητα συνεννόησης με νομικό ή άλλο σύμβουλο, το δικαίωμα ενημέρωσής του για τη νομική του κατάσταση στα κρίσιμα σημεία της διαδικασίας, σε γλώσσα την οποία κατανοεί ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοεί, καθώς και, σε περίπτωση αρνητικής απόφασης, το δικαίωμα ουσιαστικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου. (26) Προκειμένου να διασφαλισθεί αποτελεσματική πρόσβαση στη διαδικασία εξέτασης, οι κρατικοί λειτουργοί που έρχονται πρώτοι σε επαφή με άτομα που αναζητούν διεθνή προστασία, ιδίως οι κρατικοί λειτουργοί που ασχολούνται με την επιτήρηση των χερσαίων ή θαλάσσιων συνόρων ή διενεργούν ελέγχους στα σύνορα, θα πρέπει να λαμβάνουν χρήσιμες πληροφορίες και την αναγκαία κατάρτιση σχετικά με το πώς να αναγνωρίζουν και τι συνέχεια να δίδουν στις αιτήσεις διεθνούς προστασίας, μεταξύ άλλων, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές της ΕΥΥΑ. Θα πρέπει να είναι σε θέση να παρέχουν σε υπηκόους τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς που βρίσκονται στο έδαφος, περιλαμβανομένων των συνόρων, στα χωρικά ύδατα ή στις ζώνες διέλευσης των κρατών μελών, και οι οποίοι υποβάλλουν αίτηση για την παροχή διεθνούς προστασίας, χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τον τόπο και τον τρόπο υποβολής αιτήσεων διεθνούς προστασίας. Σε περίπτωση που τα εν λόγω πρόσωπα βρίσκονται στα χωρικά ύδατα κράτους μέλους, θα πρέπει να αποβιβάζονται στην ξηρά και η εξέταση των αιτήσεών τους θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. (27) Δεδομένου ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών και οι ανιθαγενείς που έχουν εκφράσει την επιθυμία να αιτηθούν διεθνή προστασία είναι αιτούντες διεθνή προστασία, θα πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις και να απολαύουν των δικαιωμάτων κατά την παρούσα οδηγία και την οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (5). Προς τούτο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταχωρίζουν το γεγονός ότι τα εν λόγω πρόσωπα αποτελούν αιτούντες διεθνή προστασία το ταχύτερο δυνατό. (28) Για να διευκολυνθεί η πρόσβαση στη διαδικασία εξέτασης στα συνοριακά σημεία διέλευσης και στα καταστήματα κράτησης, θα πρέπει να παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τη δυνατότητα να ζητηθεί διεθνή προστασία. Η βασική επικοινωνία που είναι απαραίτητη προκειμένου να κατανοήσουν οι αρμόδιες αρχές εάν τα πρόσωπα δηλώνουν την επιθυμία τους να υποβάλουν αίτηση διεθνούς προστασίας θα πρέπει να διασφαλίζεται μέσω της δυνατότητας διερμηνείας. (29) Ορισμένοι αιτούντες ενδέχεται να χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων λόγω, μεταξύ άλλων, ηλικίας, φύλου, γενετήσιου προσανατολισμού, ταυτότητας φύλου, ψυχικών διαταραχών ή ως συνέπεια βασανισμού, βιασμού ή άλλων σοβαρών μορφών ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσπαθούν να εντοπίζουν ποιοι αιτούντες χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων πριν από τη λήψη απόφασης σε πρώτο βαθμό. Στους εν λόγω αιτούντες θα πρέπει να παρέχεται η κατάλληλη στήριξη, μεταξύ άλλων, αρκετός χρόνος, ούτως ώστε να δημιουργούνται οι συνθήκες που είναι αναγκαίες για την πραγματική πρόσβασή τους στις διαδικασίες και για την επίκληση των στοιχείων που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησής τους διεθνούς προστασίας. (30) Όταν είναι αδύνατη η παροχή, στο πλαίσιο ταχείας ή συνοριακής διαδικασίας, της κατάλληλης στήριξης σε αιτούντα ο οποίος χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, ο εν λόγω αιτών θα πρέπει να εξαιρείται των εν λόγω διαδικασιών. Η ανάγκη για ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την εφαρμογή ταχείας ή συνοριακής διαδικασίας θα πρέπει επίσης να συνεπάγεται την παροχή πρόσθετων εγγυήσεων στον αιτούντα, όταν η προσφυγή του δεν έχει αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα, προκειμένου το ένδικο μέσο να παράγει αποτελέσματα στην περίπτωσή του. (31) Τα εθνικά μέτρα σχετικά με την εξακρίβωση και τεκμηρίωση συμπτωμάτων και ενδείξεων βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας, στο πλαίσιο διαδικασιών που υπάγονται στην παρούσα οδηγία μπορούν, μεταξύ άλλων, να βασίζονται στο Εγχειρίδιο για την αποτελεσματική διερεύνηση και τεκμηρίωση των βασανιστηρίων και άλλης σκληρής, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας (πρωτόκολλο της Κωνσταντινούπολης). (32) Με σκοπό τη διασφάλιση ουσιαστικής ισοτιμίας μεταξύ γυναικών και ανδρών αιτούντων, οι διαδικασίες εξέτασης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες εκάστου φύλου. Ειδικότερα, οι προσωπικές συνεντεύξεις θα πρέπει να οργανώνονται έτσι, ώστε τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες αιτούντες να μπορούν να μιλήσουν για τις εμπειρίες που έχουν βιώσει σε περιπτώσεις διώξεων με βάση το φύλο. Η περιπλοκότητα των προβαλλόμενων ισχυρισμών που άπτονται του φύλου θα πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη στο πλαίσιο διαδικασιών με βάση την έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας, την έννοια της ασφαλούς χώρας καταγωγής ή την έννοια των μεταγενέστερων αιτήσεων. (33) Το μείζον συμφέρον του παιδιού, σύμφωνα με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χάρτης) και τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1989 για τα δικαιώματα του παιδιού, θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχική μέριμνα των κρατών μελών κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Κατά την εκτίμηση του μείζονος συμφέροντος του παιδιού, τα κράτη μέλη θα πρέπει συγκεκριμένα να λαμβάνουν υπόψη την καλή διαβίωση και την κοινωνική ανάπτυξή του, συμπεριλαμβανομένων των καταβολών του. (34) Οι διαδικασίες εξέτασης των αναγκών διεθνούς προστασίας θα πρέπει να είναι τέτοιες ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να εξετάζουν ενδελεχώς τις αιτήσεις παροχής διεθνούς προστασίας. (35) Όταν, στο πλαίσιο επεξεργασίας αίτησης, ο αιτών ερευνάται σωματικά, η εν λόγω έρευνα θα πρέπει να διενεργείται από άτομο του ιδίου φύλου. Η διαδικασία αυτή δεν θα πρέπει να επηρεάζει την έρευνα η οποία διενεργείται για λόγους ασφαλείας βάσει της εθνικής νομοθεσίας. (36) Όταν ο αιτών υποβάλλει νέα αίτηση χωρίς να προσκομίζει νέα στοιχεία ή επιχειρήματα, θα ήταν δυσανάλογο να υποχρεούνται τα κράτη μέλη να ανοίγουν νέα πλήρη εξεταστική διαδικασία. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να απορρίπτουν την αίτηση ως απαράδεκτη με βάση την αρχή του δεδικασμένου. (37) Όσον αφορά τη συμμετοχή του προσωπικού αρχής διαφορετικής της αποφαινόμενης αρχής στη διεξαγωγή έγκαιρων συνεντεύξεων επί της ουσίας της αίτησης, η έννοια «έγκαιρη» θα πρέπει να αξιολογείται βάσει των προθεσμιών του άρθρου 31. (38) Πολλές αιτήσεις διεθνούς προστασίας γίνονται στα σύνορα ή στις ζώνες διέλευσης ενός κράτους μέλους πριν από την απόφαση για την εισδοχή του αιτούντος. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν, σε καλά καθορισμένες περιστάσεις, διαδικασίες για την εξέταση του παραδεκτού και/ή της ουσίας των αιτήσεων οι οποίες να επιτρέπουν την επιτόπου λήψη απόφασης επί των αιτήσεων αυτών. (39) Όταν προσδιορίζουν αν επικρατεί ανασφάλεια στη χώρα καταγωγής του αιτούντος, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν ακριβή και ενημερωμένα στοιχεία από αρμόδιες πηγές, όπως η ΕΥΥΑ, ο UNHCR, το Συμβούλιο της Ευρώπης και άλλοι συναφείς διεθνείς οργανισμοί. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τυχόν αναβολή της ολοκλήρωσης της διαδικασίας εφαρμόζεται με πλήρη τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχουν βάσει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ και του άρθρου 41 του Χάρτη, με την επιφύλαξη της αποτελεσματικότητας και της διαφάνειας των διαδικασιών δυνάμει της παρούσας οδηγίας. (40) Κομβικό κριτήριο για το βάσιμο μιας αίτησης διεθνούς προστασίας είναι η ασφάλεια του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του. Όταν μια τρίτη χώρα μπορεί να θεωρηθεί ως ασφαλής χώρα καταγωγής, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να τη χαρακτηρίσουν ως ασφαλή για το συγκεκριμένο αιτούντα, εκτός αν αυτός προβάλει αντεπιχειρήματα. (41) Δεδομένου του επιπέδου εναρμόνισης ως προς τον χαρακτηρισμό υπηκόων τρίτων χωρών και ανιθαγενών ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, θα πρέπει να θεσπισθούν κοινά κριτήρια για το χαρακτηρισμό τρίτων χωρών ως ασφαλών χωρών καταγωγής. (42) Ο χαρακτηρισμός τρίτης χώρας ως ασφαλούς χώρας καταγωγής για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας δεν μπορεί να αποτελεί απόλυτη εγγύηση ασφάλειας για τους υπηκόους της εν λόγω χώρας. Εκ φύσεως, η αξιολόγηση στην οποία βασίζεται ο χαρακτηρισμός λαμβάνει υπόψη μόνο τις γενικές κοινωνικές, νομικές και πολιτικές συνθήκες της χώρας και το κατά πόσον οι υπεύθυνοι δίωξης, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας υφίστανται πράγματι κυρώσεις όταν αποδεικνύεται η ενοχή τους στην εν λόγω χώρα. Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό να εξασφαλισθεί ότι, όταν ο αιτών καταδεικνύει ότι υπάρχουν έγκυροι λόγοι για τους οποίους η χώρα δεν πρέπει να θεωρείται ασφαλής στην περίπτωσή του, ο χαρακτηρισμός της ως ασφαλούς δεν θα ισχύει πλέον καθόσον τον αφορά. (43) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάζουν όλες τις αιτήσεις επί της ουσίας, δηλαδή να αξιολογούν κατά πόσον ο συγκεκριμένος αιτών μπορεί να θεωρηθεί ως πρόσωπο που δικαιούται διεθνή προστασία κατά την έννοια της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, εκτός εάν η παρούσα οδηγία προβλέπει άλλως, ιδίως όταν μπορεί να υποτεθεί εύλογα ότι άλλη χώρα θα εξετάσει το θέμα και θα παράσχει επαρκή προστασία. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεωθούν να εξετάζουν μια αίτηση διεθνούς προστασίας επί της ουσίας όταν μια πρώτη χώρα έχει χορηγήσει στον αιτούντα το καθεστώς πρόσφυγα ή άλλη επαρκή προστασία και ο αιτών θα τύχει επανεισδοχής στην εν λόγω χώρα. (44) Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεωθούν να αξιολογούν μια αίτηση διεθνούς προστασίας επί της ουσίας ούτε όταν ο αιτών, ως εκ της επαρκούς συνδέσεώς του με τρίτη χώρα, όπως ορίζεται από την εθνική νομοθεσία, αναμένεται ευλόγως να αναζητήσει προστασία στην τρίτη αυτή χώρα, και υφίστανται λόγοι για να θεωρηθεί ότι ο αιτών θα τύχει εισδοχής ή επανεισδοχής στην εν λόγω χώρα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενεργήσουν έτσι μόνο αν ο συγκεκριμένος αιτών θα είναι ασφαλής στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα. Προς αποφυγή δευτερογενών μετακινήσεων αιτούντων, θα πρέπει να θεσπισθούν κοινές αρχές για τη θεώρηση ή το χαρακτηρισμό τρίτων χωρών ως ασφαλών από τα κράτη μέλη. (45) Επιπλέον, όσον αφορά ορισμένες ευρωπαϊκές τρίτες χώρες οι οποίες τηρούν ιδιαιτέρως υψηλά πρότυπα ανθρώπινων δικαιωμάτων και προστασίας προσφύγων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν είτε να μη διενεργούν καθόλου είτε να διενεργούν μια περιορισμένη εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας που αφορούν αιτούντες που εισήλθαν στο έδαφός τους από τις ανωτέρω χώρες. (46) Όταν τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν τις έννοιες της ασφαλούς χώρας κατά περίπτωση ή χαρακτηρίζουν χώρες ως ασφαλείς καταρτίζοντας σχετικούς καταλόγους, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων, τις κατευθυντήριες γραμμές και τα επιχειρησιακά εγχειρίδια καθώς και τις πληροφορίες για τις χώρες καταγωγής και τις δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της μεθοδολογίας υποβολής εκθέσεων για πληροφορίες σχετικά με τη χώρα καταγωγής της ΕΥΥΑ, που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 439/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2010, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (6), καθώς και τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές του UNHCR. (47) Προκειμένου να διευκολυνθούν η τακτική ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την εθνική εφαρμογή των εννοιών της ασφαλούς χώρας καταγωγής, της ασφαλούς τρίτης χώρας και της ευρωπαϊκής ασφαλούς τρίτης χώρας και η τακτική επανεξέταση από την Επιτροπή της εφαρμογής των εννοιών αυτών από τα κράτη μέλη, και να προετοιμαστεί η δυνατότητα περαιτέρω εναρμόνισης στο μέλλον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ειδοποιούν ή να ενημερώνουν σε περιοδικά διαστήματα την Επιτροπή σχετικά με τις τρίτες χώρες στις οποίες εφαρμόζονται οι έννοιες. Η Επιτροπή θα πρέπει να ενημερώνει τακτικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με το αποτέλεσμα των επανεξετάσεών της. (48) Προκειμένου να εφαρμόζονται σωστά οι έννοιες των ασφαλών χωρών μέσω ενημερωμένων στοιχείων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επανεξετάζουν τακτικά την κατάσταση των χωρών βάσει διαφόρων πηγών ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων ιδίως πληροφοριών από άλλα κράτη μέλη, την ΕΥΥΑ, τον UNHCR, το Συμβούλιο της Ευρώπης και άλλους συναφείς διεθνείς οργανισμούς. Όταν τα κράτη μέλη διαπιστώνουν σημαντική αλλαγή της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε χώρα την οποία έχουν χαρακτηρίσει ασφαλή, θα πρέπει να μεριμνούν ώστε η κατάσταση να επανεξετάζεται το ταχύτερο δυνατό και, εφόσον απαιτείται, να αναθεωρείται ο χαρακτηρισμός της χώρας ως ασφαλούς. (49) Όσον αφορά την ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα άτομα που τυγχάνουν διεθνούς προστασίας ενημερώνονται δεόντως για την πιθανή επανεξέταση του καθεστώτος τους και έχουν τη δυνατότητα ακροάσεως προτού οι αρχές λάβουν αιτιολογημένη απόφαση ανάκλησής του. (50) Σύμφωνα με βασική αρχή της ενωσιακής νομοθεσίας, οι αποφάσεις επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας, οι αποφάσεις που αφορούν την άρνηση εκ νέου έναρξης της εξέτασης μιας αίτησης μετά την παύση της, και οι αποφάσεις περί ανακλήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας πρέπει να επιδέχονται αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου. (51) Σύμφωνα με το άρθρο 72 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η παρούσα οδηγία δεν θίγει την άσκηση των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών όσον αφορά την τήρηση του νόμου και της τάξης και τη διασφάλιση της εσωτερικής ασφάλειας. (52) Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (7) διέπει την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων από τα κράτη μέλη δυνάμει της παρούσας οδηγίας. (53) Η παρούσα οδηγία δεν αφορά διαδικασίες μεταξύ κρατών μελών που διέπονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή (8). (54) Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ισχύει για τους αιτούντες στους οποίες εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 604/2013, επιπλέον και με την επιφύλαξη των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού. (55) Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας αξιολογείται σε τακτά διαστήματα. (56) Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η θέσπιση κοινών διαδικασιών για τη χορήγηση και ανάκληση της διεθνούς προστασίας, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορεί συνεπώς, λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεων της παρούσας οδηγίας, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία περιορίζεται στο ελάχιστο που απαιτείται για την επίτευξη του στόχου της. (57) Σύμφωνα με την Κοινή Πολιτική Δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 (9), τα κράτη μέλη ανέλαβαν να συνοδεύσουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα στα οποία θα επεξηγείται η σχέση μεταξύ των συστατικών στοιχείων μιας οδηγίας και των αντίστοιχων μερών των πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί ότι η διαβίβαση τέτοιων εγγράφων είναι αιτιολογημένη. (58) Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 και το άρθρο 4α παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά το χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης που προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, και με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία δεν συμμετέχουν στην έκδοση της παρούσας οδηγίας, δεν δεσμεύονται από αυτήν και δεν υπόκεινται στην εφαρμογή της. (59) Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 σχετικά με τη θέση της Δανίας, που προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση της οδηγίας και δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της. (60) Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και συνάδει με τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία σκοπεύει να διασφαλίσει τον πλήρη σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και να προωθήσει την εφαρμογή των άρθρων 1, 4 18, 19, 21, 23, 24 και 47 του Χάρτη και πρέπει να εφαρμοστεί αναλόγως. (61) Η υποχρέωση μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να περιορίζεται στις διατάξεις εκείνες που αντιπροσωπεύουν ουσιαστική αλλαγή σε σύγκριση με την οδηγία 2005/85/ΕΚ. Η υποχρέωση μεταφοράς των διατάξεων που παραμένουν αμετάβλητες απορρέει από την εν λόγω οδηγία. (62) Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών σχετικά με την προθεσμία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2005/85/ΕΚ που ορίζεται στο παράρτημα II μέρος Β, ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ: ΚΕΦΑΛΑΙΟ I ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Άρθρο 1 Σκοπός Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση κοινών διαδικασιών για τη χορήγηση και ανάκληση της διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Άρθρο 2 Ορισμοί Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως: α) «σύμβαση της Γενεύης»: η σύμβαση της 28ης Ιουλίου 1951 περί του καθεστώτος των προσφύγων, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967· β) «αίτηση διεθνούς προστασίας» ή «αίτηση»: η αίτηση παροχής προστασίας από κράτος μέλος που υποβάλλει υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ότι αιτείται καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας και ο οποίος δεν αιτείται ρητώς να του παρασχεθεί άλλη μορφή προστασίας μη εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, δυναμένη να ζητηθεί αυτοτελώς· γ) «αιτών»: ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί ακόμη τελεσίδικη απόφαση· δ) «αιτών που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων»: κάθε αιτών του οποίου η ικανότητα να απολαύει των δικαιωμάτων και να συμμορφωνεται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία περιορίζεται λόγω ιδιαίτερων περιστάσεων· ε) «τελεσίδικη απόφαση»: η απόφαση που ορίζει κατά πόσον χορηγείται στον υπήκοο τρίτης χώρας ή στον ανιθαγενή καθεστώς πρόσφυγα ή επικουρικής προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ και η οποία δεν υπόκειται πλέον σε άσκηση ένδικου μέσου στο πλαίσιο του κεφαλαίου V της παρούσας οδηγίας, ασχέτως εάν με την άσκηση τέτοιου ένδικου μέσου οι αιτούντες αποκτούν τη δυνατότητα να παραμένουν στα εν λόγω κράτη μέλη μέχρις ότου εκδοθεί η σχετική απόφαση· στ) «αποφαινόμενη αρχή»: κάθε οιονεί δικαστική ή διοικητική αρχή κράτους μέλους υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων πρωτοβαθμίως στις εν λόγω υποθέσεις· ζ) «πρόσφυγας»: ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 στοιχείο δ) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ· η) «πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία»: ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 στοιχείο στ) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ· θ) «διεθνής προστασία»: το καθεστώς πρόσφυγα και το καθεστώς επικουρικής προστασίας, όπως ορίζονται στα στοιχεία ι) και ια)· ι) «καθεστώς πρόσφυγα»: η αναγνώριση από ένα κράτος μέλος υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς ως πρόσφυγα· ια) «καθεστώς επικουρικής προστασίας»: η αναγνώριση από ένα κράτος μέλος υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς ως προσώπου που δικαιούται επικουρική προστασία· ιβ) «ανήλικος»: υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής ηλικίας κάτω των 18 ετών· ιγ) «ασυνόδευτος ανήλικος»: ο ασυνόδευτος ανήλικος όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο ιβ) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ· ιδ) «εκπρόσωπος»: το πρόσωπο ή η οργάνωση που έχει ορισθεί από τους αρμόδιους φορείς για να συνδράμει και να αντιπροσωπεύει ασυνόδευτο ανήλικο, έτσι ώστε να διασφαλίζει το μείζον συμφέρον του παιδιού και να διενεργεί νομικές πράξεις για λογαριασμό του ανηλίκου οσάκις είναι αναγκαίο. Όταν μια οργάνωση έχει ορισθεί εκπρόσωπος, ορίζει ένα πρόσωπο που θα είναι υπεύθυνο για την άσκηση των καθηκόντων του εκπροσώπου όσον αφορά τον ασυνόδευτο ανήλικο, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία· ιε) «ανάκληση διεθνούς προστασίας»: η απόφαση της αρμόδιας αρχής να ανακαλέσει, να τερματίσει ή να αρνηθεί να ανανεώσει το καθεστώς πρόσφυγα ή επικουρικής προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/95/ΕΕ· ιστ) «παραμονή στο κράτος μέλος»: η παραμονή στο έδαφος, περιλαμβανομένων των συνόρων, ή στις ζώνες διέλευσης του κράτους μέλους στο οποίο υπεβλήθη ή εξετάζεται η αίτηση διεθνούς προστασίας· ιζ) «μεταγενέστερη αίτηση»: η περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται μετά τη λήψη τελεσίδικης απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο αιτών ρητά ανακάλεσε την αίτησή του και περιπτώσεων όπου η αποφαινόμενη αρχή απέρριψε αίτηση μετά από τη σιωπηρή της ανάκληση σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1. Άρθρο 3 Πεδίο εφαρμογής 1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλες τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας που υποβάλλονται στο έδαφος, περιλαμβανομένων των συνόρων, στα χωρικά ύδατα ή στις ζώνες διέλευσης των κρατών μελών, καθώς και στην ανάκληση διεθνούς προστασίας. 2. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται επί αιτήσεων διπλωματικού ή εδαφικού ασύλου που υποβάλλονται σε αντιπροσωπείες των κρατών μελών. 3. Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν την παρούσα οδηγία σε διαδικασίες για την έκδοση αποφάσεων όσον αφορά αιτήσεις παροχής οποιασδήποτε μορφής προστασίας που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Άρθρο 4 Υπεύθυνες αρχές 1. Για όλες τις διαδικασίες, τα κράτη μέλη ορίζουν αποφαινόμενη αρχή υπεύθυνη για τη δέουσα εξέταση των αιτήσεων βάσει της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να παρέχονται στην εν λόγω αρχή τα κατάλληλα μέσα, συμπεριλαμβανομένου επαρκούς και ικανού προσωπικού, για την άσκηση των καθηκόντων της σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. 2. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι υπεύθυνη είναι αρχή διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 προς τους εξής σκοπούς: α) διεκπεραίωση υποθέσεων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013· και β) χορήγηση ή άρνηση εισόδου στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 43, υπό τους όρους όπως προβλέπεται στο άρθρο αυτό και βάσει της αιτιολογημένης γνώμης της αποφαινόμενης αρχής. 3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το προσωπικό της αποφαινόμενης αρχής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 να είναι καλά καταρτισμένο. Προς τούτο, τα κράτη μέλη παρέχουν σχετική κατάρτιση η οποία θα περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που αναγράφονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 στοιχεία α) έως ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 439/2010. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν επίσης υπόψη τη σχετική κατάρτιση που αποφασίζεται και αναπτύσσεται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (ΕΥΥΑ). Τα πρόσωπα τα οποία διενεργούν τη συνέντευξη του αιτούντος σύμφωνα με την παρούσα οδηγία διαθέτουν επίσης γενική γνώση των προβλημάτων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την ικανότητα του αιτούντος για συνέντευξη, όπως ενδείξεις ότι ο αιτών μπορεί να έχει υποστεί βασανισμό κατά το παρελθόν. 4. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν ορίζεται αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 2, το προσωπικό της εν λόγω αρχής να έχει τις κατάλληλες γνώσεις ή να λαμβάνει την απαιτούμενη κατάρτιση ώστε να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. 5. Οι αιτήσεις παροχής διεθνούς προστασίας που υποβάλλονται σε ένα κράτος μέλος προς τις αρχές άλλου κράτους μέλους, το οποίο διενεργεί εκεί συνοριακούς ελέγχους και ελέγχους μετανάστευσης, διεκπεραιώνονται από το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου υποβάλλεται η αίτηση. Άρθρο 5 Ευνοϊκότερες διατάξεις Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ περισσότερο ευνοϊκές απαιτήσεις για τις διαδικασίες διά των οποίων χορηγείται και ανακαλείται η διεθνής προστασία, εφόσον οι απαιτήσεις αυτές συνάδουν με την παρούσα οδηγία. ΚΕΦΑΛΑΙΟ II ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ Άρθρο 6 Πρόσβαση στη διαδικασία 1. Όταν ένα πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας σε αρχή αρμόδια για την καταχώριση των αιτήσεων αυτών δυνάμει του εθνικού δικαίου, η καταχώριση γίνεται το αργότερο τρεις εργάσιμες ημέρες μετά την υποβολή της αίτησης. Εάν η αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται σε άλλες αρχές οι οποίες ενδεχομένως λαμβάνουν τέτοιες αιτήσεις αλλά δεν είναι αρμόδιες για την καταχώριση δυνάμει του εθνικού δικαίου, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η καταχώριση να γίνεται το αργότερο έξι εργάσιμες ημέρες μετά την υποβολή της αίτησης. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι άλλες αρχές οι οποίες ενδεχομένως λαμβάνουν αιτήσεις διεθνούς προστασίας, όπως η αστυνομία, η συνοριοφυλακή, οι υπηρεσίες μετανάστευσης και το προσωπικό κέντρων κράτησης, να διαθέτουν τις σχετικές πληροφορίες και οι υπάλληλοί τους να λαμβάνουν το επίπεδο κατάρτισης που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων τους και τις οδηγίες ώστε να ενημερώνονται οι αιτούντες σχετικά με τον τόπο και τον τρόπο υποβολής αιτήσεων διεθνούς προστασίας. 2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το πρόσωπο το οποίο έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας να έχει πραγματική δυνατότητα να την καταθέσει το ταχύτερο δυνατό. Όταν ο αιτών δεν καταθέτει την αίτησή του, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν το άρθρο 28 αναλόγως. 3. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας να κατατίθενται αυτοπροσώπως και/ή σε καθορισμένο χώρο. 4. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 3, θεωρείται ότι έχει κατατεθεί αίτηση διεθνούς προστασίας, όταν οι αρμόδιες αρχές του συγκεκριμένου κράτους μέλους λαμβάνουν έντυπο το οποίο έχει υποβάλει ο αιτών ή, όταν προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, επίσημη έκθεση. 5. Όταν μεγάλος αριθμός ταυτόχρονων αιτήσεων διεθνούς προστασίας από υπηκόους τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς καθιστά πολύ δύσκολη στην πράξη την τήρηση της προθεσμίας της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν παράταση της προθεσμίας σε 10 εργάσιμες ημέρες. Άρθρο 7 Υποβολή αιτήσεων εξ ονόματος εξαρτώμενων προσώπων ή ανηλίκων 1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε κάθε ενήλικας που διαθέτει νομική ικανότητα να έχει το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας αυτοπροσώπως. 2. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι ο αιτών μπορεί να υποβάλει αίτηση εξ ονόματος των εξαρτώμενων από αυτόν προσώπων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εξαρτώμενοι ενήλικες να συναινούν στην κατάθεση της αίτησης εξ ονόματός τους ή, εάν αυτό δεν ισχύει, να μπορούν να υποβάλουν την αίτησή τους αυτοπροσώπως. Η συναίνεση ζητείται κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης ή, το αργότερο, κατά την προσωπική συνέντευξη με τον εξαρτώμενο ενήλικα. Πριν ζητηθεί η συναίνεση, κάθε εξαρτώμενος ενήλικας ενημερώνεται κατ’ ιδίαν σχετικά με τις συναφείς διαδικαστικές συνέπειες της αυτοπρόσωπης κατάθεσης αίτησης και σχετικά με το δικαίωμά του να υποβάλει αυτοτελή αίτηση διεθνούς προστασίας. 3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ένας ανήλικος να έχει το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας είτε αυτοπροσώπως, εάν είναι νομικά ικανός να συμμετέχει στις διαδικασίες σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους, είτε μέσω των γονέων του ή άλλου ενήλικου μέλους της οικογένειάς του, ή ενηλίκου ο οποίος είναι υπεύθυνος γι’ αυτόν δυνάμει του δικαίου ή της πρακτικής του εν λόγω κράτους μέλους ή μέσω εκπροσώπου. 4. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι κατάλληλοι φορείς για τους οποίους γίνεται λόγος στο άρθρο 10 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (10) να έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση διεθνούς προστασίας εξ ονόματος ασυνόδευτου ανηλίκου εφόσον, με βάση εξατομικευμένη εκτίμηση της προσωπικής κατάστασής του, οι εν λόγω φορείς θεωρούν ότι ο ανήλικος έχει ενδεχομένως ανάγκη προστασίας κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2011/95/ΕΕ. 5. Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν στην εθνική τους νομοθεσία: α) τις περιπτώσεις όπου ένας ανήλικος μπορεί να υποβάλει ο ίδιος αίτηση, β) τις περιπτώσεις στις οποίες η αίτηση του ασυνόδευτου ανηλίκου πρέπει να κατατεθεί από εκπρόσωπο όπως προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχείο α), γ) τις περιπτώσεις στις οποίες η κατάθεση αίτησης διεθνούς προστασίας κρίνεται ότι συνιστά επίσης κατάθεση αίτησης διεθνούς προστασίας για οποιονδήποτε άγαμο ενήλικο. Άρθρο 8 Ενημέρωση και παροχή συμβουλών σε κέντρα κράτησης και στα σημεία διέλευσης των συνόρων 1. Όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι υπήκοοι τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς οι οποίοι βρίσκονται σε κέντρα κράτησης ή σημεία διέλευσης συνόρων, συμπεριλαμβανομένων των ζωνών διέλευσης, στα εξωτερικά σύνορα, επιθυμούν να υποβάλουν αίτηση διεθνούς προστασίας, τα κράτη μέλη τούς παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τη δυνατότητα να το πράξουν. Στα εν λόγω κέντρα κράτησης και σημεία διέλευσης, τα κράτη μέλη παρέχουν δυνατότητα διερμηνείας στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τη διευκόλυνση της πρόσβασης στη διαδικασία ασύλου. 2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι οργανώσεις και τα πρόσωπα που ενημερώνουν και συμβουλεύουν τους αιτούντες να έχουν πραγματική πρόσβαση στους αιτούντες που βρίσκονται στα σημεία διέλευσης των συνόρων, περιλαμβανομένων των ζωνών διέλευσης, στα εξωτερικά σύνορα. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν κανόνες σχετικά με την παρουσία τέτοιων οργανώσεων και προσώπων στα εν λόγω σημεία διέλευσης των συνόρων και, συγκεκριμένα, να εξαρτούν την πρόσβαση από συμφωνία με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. Περιορισμοί στην πρόσβαση αυτή μπορούν να επιβάλλονται μόνο όταν, δυνάμει του εθνικού δικαίου, είναι αντικειμενικά απαραίτητοι για την ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή τη διοικητική διαχείριση του συγκεκριμένου σημείου διέλευσης των συνόρων και εφόσον η πρόσβαση δεν περιορίζεται αυστηρά και δεν καθίσταται αδύνατη. Άρθρο 9 Δικαίωμα παραμονής στο κράτος μέλος έως ότου εξετασθεί η αίτηση 1. Στους αιτούντες επιτρέπεται να παραμείνουν στο κράτος μέλος, αποκλειστικά για το σκοπό της διαδικασίας, μέχρις ότου η αποφαινόμενη αρχή λάβει την απόφασή της σύμφωνα με τις πρωτοβάθμιες διαδικασίες που ορίζονται στο κεφάλαιο III. Το εν λόγω δικαίωμα παραμονής δεν θεμελιώνει δικαίωμα για χορήγηση άδειας διαμονής. 2. Τα κράτη μέλη μπορούν να δεχθούν εξαίρεση μόνο όταν ένα πρόσωπο υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 41 ή όταν προτίθενται να παραδώσουν ή να εκδώσουν, ανάλογα με την περίπτωση, ένα πρόσωπο είτε σε άλλο κράτος μέλος δυνάμει υποχρεώσεων στο πλαίσιο ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως (11) ή άλλως, είτε σε τρίτη χώρα, ή, τέλος, σε διεθνή ποινικά δικαστήρια. 3. Ένα κράτος μέλος δύναται να εκδώσει έναν αιτούντα σε τρίτη χώρα κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2 μόνο εφόσον οι αρμόδιες αρχές έχουν πεισθεί ότι η απόφαση για την έκδοση δεν θα οδηγήσει σε άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση κατά παράβαση των διεθνών και ενωσιακών υποχρεώσεων του εν λόγω κράτους μέλους. Άρθρο 10 Προϋποθέσεις για την εξέταση των αιτήσεων 1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας να μην απορρίπτονται ούτε να αποκλείεται η εξέτασή τους εκ μόνου του γεγονότος ότι δεν υποβλήθηκαν το ταχύτερο δυνατόν. 2. Κατά την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας, η αποφαινόμενη αρχή εξακριβώνει καταρχάς κατά πόσον οι αιτούντες μπορούν να αναγνωρισθούν ως πρόσφυγες και, σε αντίθετη περίπτωση, εξακριβώνει κατά πόσον οι αιτούντες δικαιούνται επικουρικής προστασίας. 3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αποφάσεις της αποφαινόμενης αρχής επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας να λαμβάνονται μετά τη δέουσα εξέταση. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε: α) οι αιτήσεις να εξετάζονται και οι αποφάσεις να λαμβάνονται σε ατομική βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα· β) να λαμβάνονται συγκεκριμένες και ακριβείς πληροφορίες από διάφορες πηγές, όπως η ΕΥΥΑ και ο UNHCR, και τις σχετικές διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως προς τη γενική κατάσταση στις χώρες καταγωγής των αιτούντων και, όπου χρειάζεται, στις χώρες μέσω των οποίων διήλθαν και να προβλέπεται ότι το προσωπικό που είναι υπεύθυνο για την εξέταση των αιτήσεων και τη λήψη των αποφάσεων έχει πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες· γ) το προσωπικό που εξετάζει αιτήσεις και λαμβάνει αποφάσεις να γνωρίζει τις συναφείς απαιτήσεις που εφαρμόζονται στον τομέα της νομοθεσίας περί ασύλου και προσφύγων· δ) το προσωπικό που εξετάζει αιτήσεις και λαμβάνει αποφάσεις να μπορεί να ζητήσει συμβουλές, εφόσον είναι αναγκαίο, από εμπειρογνώμονες επί ειδικών ζητημάτων, π.χ. επί ιατρικών, πολιτιστικών ή θρησκευτικών ζητημάτων ή ζητημάτων που άπτονται των παιδιών ή του φύλου. 4. Οι αρχές που αναφέρονται στο κεφάλαιο V έχουν, μέσω της αποφαινόμενης αρχής ή του αιτούντος ή άλλως, πρόσβαση στις γενικές πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο β), οι οποίες είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. 5. Τα κράτη μέλη προβλέπουν κανόνες όσον αφορά τη μετάφραση εγγράφων σχετικών με την εξέταση των αιτήσεων. Άρθρο 11 Προϋποθέσεις για τη λήψη απόφασης από την αποφαινόμενη αρχή 1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αποφάσεις για τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας να δίδονται γραπτώς. 2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν επίσης ώστε, όταν απορρίπτεται αίτηση όσον αφορά το καθεστώς του πρόσφυγα και/ή το καθεστώς επικουρικής προστασίας, να αναφέρονται στην απόφαση οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι και να δίδονται γραπτώς πληροφορίες για τις δυνατότητες προσβολής αρνητικής απόφασης. Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να παρέχουν γραπτώς πληροφορίες για τις δυνατότητες προσβολής αρνητικής απόφασης όταν ο αιτών έχει ενημερωθεί σχετικά σε προηγούμενο στάδιο γραπτώς ή με ηλεκτρονικό μέσο στο οποίο ο αιτών έχει πρόσβαση. 3. Για τους σκοπούς του άρθρου 7 παράγραφος 2 και οσάκις η αίτηση βασίζεται στην ίδια αιτιολογία, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν μία μόνο απόφαση, που να καλύπτει όλους τους εξαρτωμένους, εκτός εάν αυτό θα οδηγούσε σε κοινολόγηση της ιδιαίτερης κατάστασης αιτούντος που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντά του, ιδίως σε περιπτώσεις διώξεων με βάση το φύλο, τον γενετήσιο προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου και/ή την ηλικία. Στην περίπτωση αυτή, εκδίδεται χωριστή απόφαση για το συγκεκριμένο πρόσωπο. Άρθρο 12 Εγγυήσεις για τους αιτούντες 1. Τα κράτη μέλη, με τις διαδικασίες του κεφαλαίου III, μεριμνούν ώστε να παρέχονται σε όλους τους αιτούντες οι ακόλουθες εγγυήσεις: α) να ενημερώνονται, σε γλώσσα την οποία κατανοούν ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοούν, για τη διαδικασία που ακολουθείται και για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους κατά τη διαδικασία καθώς και για τις τυχόν συνέπειες της μη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις τους και της μη συνεργασίας με τις αρχές· να ενημερώνονται για τις προθεσμίες, ως προς τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους ώστε να συμμορφωθούν με την υποχρέωση για υποβολή των στοιχείων όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, καθώς και ως προς τις συνέπειες ρητής ή σιωπηρής ανάκλησης της αίτησης. Οι εν λόγω πληροφορίες τους δίδονται εγκαίρως ώστε να μπορέσουν να ασκήσουν τα δικαιώματα που εγγυάται η παρούσα οδηγία και να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις που περιγράφονται στο άρθρο 13· β) να τους παρέχονται υπηρεσίες διερμηνέα, όταν αυτό είναι απαραίτητο για να εκθέσουν την περίπτωσή τους στις αρμόδιες αρχές. Τα κράτη μέλη θεωρούν απαραίτητο να παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες τουλάχιστον όταν ο αιτών πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο συνέντευξης όπως αναφέρεται στα άρθρα 14 έως 17 και 34 και δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία χωρίς διερμηνέα. Σε αυτήν την περίπτωση και σε άλλες περιπτώσεις όπου οι αρμόδιες αρχές καλούν τον αιτούντα, οι εν λόγω υπηρεσίες αμείβονται από το Δημόσιο· γ) να μη στερούνται της ευκαιρίας να επικοινωνούν με τον UNHCR ή κάθε άλλη οργάνωση που παρέχει νομικές ή άλλες συμβουλές σε αιτούντες σύμφωνα με το δίκαιο του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους· δ) οι ίδιοι και, εάν απαιτείται, οι νομικοί ή άλλοι σύμβουλοί τους σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 1 να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 3 στοιχείο β) και στις πληροφορίες που παρέχουν οι εμπειρογνώμονες σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 3 στοιχείο δ), όταν η αποφαινόμενη αρχή συνεκτιμά τις εν λόγω πληροφορίες για να λάβει απόφαση επί της αίτησής τους· ε) να τους κοινοποιείται σε εύλογο χρόνο η απόφαση της αποφαινόμενης αρχής για την αίτηση. Εάν ένας νομικός ή άλλος σύμβουλος εκπροσωπεί νομίμως τον αιτούντα, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να κοινοποιήσουν την απόφαση σε αυτόν αντί στον αιτούντα· στ) να ενημερώνονται σχετικά με το αποτέλεσμα της απόφασης της αποφαινόμενης αρχής σε γλώσσα που κατανοούν ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοούν εάν δεν τους παρέχει συνδρομή ή εκπροσώπηση νομικός ή άλλος σύμβουλος. Η παρεχόμενη ενημέρωση περιλαμβάνει πληροφορίες για τη δυνατότητα προσβολής αρνητικής απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 παράγραφος 2. 2. Τα κράτη μέλη, τηρώντας τις διαδικασίες που προβλέπονται στο κεφάλαιο V, μεριμνούν ώστε όλοι οι αιτούντες να απολαμβάνουν εγγυήσεων ισοδύναμων με εκείνες που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 στοιχεία β) έως ε). Άρθρο 13 Υποχρεώσεις των αιτούντων 1. Τα κράτη μέλη επιβάλλουν στους αιτούντες την υποχρέωση να συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς τους και των λοιπών στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν στους αιτούντες άλλες υποχρεώσεις συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές στο μέτρο που οι υποχρεώσεις αυτές είναι αναγκαίες για τη διεκπεραίωση της αίτησης. 2. Τα κράτη μέλη μπορούν, ιδίως, να προβλέπουν ότι: α) οι αιτούντες πρέπει να αναφέρονται στις αρμόδιες αρχές ή να παρουσιάζονται ενώπιόν τους αυτοπροσώπως, χωρίς καθυστέρηση ή σε καθορισμένο χρόνο· β) οι αιτούντες πρέπει να παραδίδουν τα έγγραφα που έχουν στην κατοχή τους και σχετίζονται με την εξέταση της αίτησης, όπως τα διαβατήριά τους· γ) οι αιτούντες πρέπει να ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές για τον παρόντα τόπο διαμονής ή τη διεύθυνσή τους και να τις ενημερώνουν για την αλλαγή του το συντομότερο δυνατόν. Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι ο αιτών υποχρεούται να δέχεται κάθε γνωστοποίηση στον πιο πρόσφατο τόπο διαμονής ή στη διεύθυνση που έχει δηλώσει κατά τον τρόπο αυτό· δ) οι αρμόδιες αρχές μπορούν να κάνουν σωματική έρευνα στον αιτούντα και να ερευνήσουν τα αντικείμενα που φέρει..Με την επιφύλαξη κάθε έρευνας που πραγματοποιείται για λόγους ασφαλείας, η σωματική έρευνα του αιτούντος σύμφωνα με την παρούσα οδηγία διεξάγεται από πρόσωπο του ιδίου φύλου τηρουμένων πλήρως των αρχών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της σωματικής και ψυχολογικής ακεραιότητας· ε) οι αρμόδιες αρχές μπορούν να φωτογραφίζουν τον αιτούντα· και στ) οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καταγράφουν τις προφορικές δηλώσεις του αιτούντος, εφόσον έχει ενημερωθεί σχετικά εκ των προτέρων. Άρθρο 14 Προσωπική συνέντευξη 1. Πριν από τη λήψη απόφασης από την αποφαινόμενη αρχή πρέπει να παρέχεται στον αιτούντα η ευκαιρία προσωπικής συνέντευξης σχετικά με την αίτηση διεθνούς προστασίας του με πρόσωπο αρμόδιο, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, για τη διεξαγωγή ανάλογων συνεντεύξεων. Οι προσωπικές συνεντεύξεις επί της ουσίας της αίτησης διεθνούς προστασίας διεξάγονται από το προσωπικό της αποφαινόμενης αρχής. Το παρόν εδάφιο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του άρθρου 42 παράγραφος 2 στοιχείο β). Όταν ταυτόχρονες αιτήσεις διεθνούς προστασίας από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών καθιστούν αδύνατη στην πράξη την έγκαιρη διεξαγωγή συνεντεύξεων επί της ουσίας κάθε αίτησης από την αποφαινόμενη αρχή, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι το προσωπικό διαφορετικής αρχής μπορεί προσωρινά να συμμετάσχει στη διενέργεια των συνεντεύξεων αυτών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το προσωπικό της εν λόγω διαφορετικής αρχής λαμβάνει εκ των προτέρων σχετική κατάρτιση η οποία περιλαμβάνει τα στοιχεία που αναγράφονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 στοιχεία α) έως ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 439/2010. Τα πρόσωπα τα οποία διενεργούν προσωπικές συνεντεύξεις αιτούντων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία διαθέτουν επίσης γενική γνώση των προβλημάτων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την ικανότητα του αιτούντος για συνέντευξη, όπως ενδείξεις ότι ο αιτών μπορεί να έχει υποστεί βασανισμό κατά το παρελθόν. Όταν ένα πρόσωπο έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασία εξ ονόματος των εξαρτώμενων από αυτόν προσώπων, παρέχεται σε κάθε εξαρτώμενο ενήλικο η ευκαιρία προσωπικής συνέντευξης. Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν στην εθνική νομοθεσία τις περιπτώσεις στις οποίες παρέχεται σε ανήλικο η ευκαιρία προσωπικής συνέντευξης. 2. Η προσωπική συνέντευξη επί της ουσίας της αίτησης μπορεί να παραλειφθεί όταν: α) η αποφαινόμενη αρχή δύναται να λάβει θετική απόφαση όσον αφορά το καθεστώς του πρόσφυγα βάσει των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων· ή β) η αποφαινόμενη αρχή θεωρεί ότι ο αιτών είναι ανίκανος ή δεν μπορεί να συμμετάσχει σε συνέντευξη, για λόγους που οφείλονται σε μόνιμες καταστάσεις ανεξάρτητες από τη θέλησή του. Εάν υπάρχουν αμφιβολίες, η αποφαινόμενη αρχή συμβουλεύεται επαγγελματία του τομέα της υγείας για να εξακριβώσει κατά πόσον η κατάσταση λόγω της οποίας ο αιτών είναι ανίκανος ή δεν δύναται να συμμετάσχει σε συνέντευξη είναι προσωρινή ή μόνιμη. Όταν δεν διεξάγεται προσωπική συνέντευξη σύμφωνα με το στοιχείο β) ή, ενδεχομένως, με τον εξαρτώμενο, πρέπει να καταβάλλονται εύλογες προσπάθειες ώστε να δίνεται η δυνατότητα στον αιτούντα ή στον εξαρτώμενο να υποβάλλουν συμπληρωματικά στοιχεία. 3. Η έλλειψη προσωπικής συνέντευξης σύμφωνα με το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει την αποφαινόμενη αρχή να λαμβάνει απόφαση επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας. 4. Η έλλειψη προσωπικής συνέντευξης δυνάμει της παραγράφου 2 στοιχείο β) δεν επιδρά δυσμενώς στην απόφαση της αποφαινόμενης αρχής. 5. Ανεξάρτητα από το άρθρο 28 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη, όταν αποφασίζουν επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας, μπορούν να λάβουν υπόψη το γεγονός ότι ο αιτών δεν παρουσιάσθηκε για την προσωπική συνέντευξη, εκτός εάν είχε σοβαρούς λόγους να απουσιάσει. Άρθρο 15 Προϋποθέσεις της προσωπικής συνέντευξης 1. Η προσωπική συνέντευξη κατά κανόνα γίνεται χωρίς την παρουσία μελών της οικογένειας, εκτός εάν η αποφαινόμενη αρχή κρίνει ότι η παρουσία τους είναι απαραίτητη προκειμένου να διενεργηθεί η δέουσα εξέταση. 2. Η προσωπική συνέντευξη πρέπει να διεξάγεται υπό συνθήκες που να εξασφαλίζουν τη δέουσα εμπιστευτικότητα. 3. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι οι προσωπικές συνεντεύξεις διεξάγονται σε συνθήκες που επιτρέπουν στους αιτούντες να εκθέσουν διεξοδικά τους λόγους των αιτήσεών τους. Για αυτό το σκοπό, τα κράτη μέλη: α) μεριμνούν ώστε το πρόσωπο που διεξάγει τη συνέντευξη να διαθέτει τα προσόντα για να συνεκτιμήσει τις προσωπικές και γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση, συμπεριλαμβανομένης της πολιτιστικής καταγωγής, του φύλου, του γενετήσιου προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου ή της ευαισθησίας του αιτούντος· β) οσάκις είναι εφικτό, προβλέπουν ότι η συνέντευξη με τον αιτούντα διεξάγεται από πρόσωπο του ίδιου φύλου, εφόσον το ζητήσει ο αιτών, εκτός εάν η αποφαινόμενη αρχή θεωρεί ευλόγως ότι η εν λόγω αίτηση βασίζεται σε λόγους που δεν συνδέονται με τη δυσκολία του αιτούντος να παρουσιάσει τους λόγους της αίτησής του κατά τρόπο περιεκτικό· γ) επιλέγουν διερμηνέα δυνάμενο να εξασφαλίσει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτούντος και του προσώπου που διεξάγει τη συνέντευξη. Η επικοινωνία διενεργείται στη γλώσσα που προτιμά ο αιτών εκτός εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει με σαφήνεια. Οσάκις είναι εφικτό, τα κράτη μέλη παρέχουν διερμηνέα του ιδίου φύλου εφόσον το ζητήσει ο αιτών εκτός εάν η αποφαινόμενη αρχή θεωρεί ευλόγως ότι η εν λόγω αίτηση βασίζεται σε λόγους που δεν συνδέονται με τη δυσκολία του αιτούντος να παρουσιάσει τους λόγους της αίτησής του κατά τρόπο περιεκτικό· δ) μεριμνούν ώστε το πρόσωπο που διεξάγει τη συνέντευξη επί της ουσίας της αίτησης διεθνούς προστασίας να μη φοράει στρατιωτική στολή ή στολή των δυνάμεων επιβολής του νόμου· ε) μεριμνούν ώστε οι συνεντεύξεις με ανηλίκους να διεξάγονται με τρόπο κατάλληλο για παιδιά. 4. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν κανόνες όσον αφορά την παρουσία τρίτων στην προσωπική συνέντευξη. Άρθρο 16 Περιεχόμενο της προσωπικής συνέντευξης Κατά τη διεξαγωγή προσωπικής συνέντευξης επί της ουσίας της αίτησης διεθνούς προστασίας, η αποφαινόμενη αρχή μεριμνά ώστε να παραχωρείται στον αιτούντα κατάλληλη ευκαιρία για να παρουσιάσει τα στοιχεία που απαιτούνται για την, κατά το δυνατόν, πλήρη τεκμηρίωση της αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Αυτό περιλαμβάνει την ευκαιρία να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με στοιχεία τα οποία ενδεχομένως λείπουν και/ή σχετικά με τυχόν ασυνέπειες ή αντιφάσεις στο πλαίσιο των δηλώσεων του αιτούντος. Άρθρο 17 Έκθεση και καταγραφή των προσωπικών συνεντεύξεων 1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε για κάθε προσωπική συνέντευξη είτε να συντάσσεται διεξοδική και εμπεριστατωμένη έκθεση που να περιλαμβάνει όλα τα ουσιώδη στοιχεία είτε να γίνεται απομαγνητοφώνηση. 2. Τα κράτη μέλη μπορεί να προβλέπουν την ακουστική ή οπτικοακουστική καταγραφή της προσωπικής συνέντευξης. Σε περίπτωση που γίνεται τέτοια καταγραφή, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η καταγραφή ή το κείμενο της απομαγνητοφώνησης να διατίθενται σε σχέση με το φάκελο του αιτούντος. 3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο αιτών να έχει την ευκαιρία να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις και/ή να παράσχει διευκρινίσεις προφορικώς και/ή γραπτώς σε σχέση με τυχόν εσφαλμένες μεταφράσεις ή παρερμηνείες που περιλαμβάνονται στην έκθεση ή στο κείμενο της απομαγνητοφώνησης, στο τέλος της προσωπικής συνέντευξης ή εντός καθορισμένου χρονικού ορίου πριν λάβει απόφαση η αποφαινόμενη αρχή. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο αιτών να ενημερώνεται πλήρως για το περιεχόμενο της έκθεσης ή για ουσιώδη στοιχεία του κειμένου της απομαγνητοφώνησης με τη συνδρομή διερμηνέα εάν είναι απαραίτητο. Κατόπιν, τα κράτη μέλη ζητούν από τον αιτούντα να επιβεβαιώσει ότι το περιεχόμενο της έκθεσης ή του κειμένου της απομαγνητοφώνησης αντικατοπτρίζει σωστά τη λόγω συνέντευξη. Όταν η προσωπική συνέντευξη καταγράφεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 και η καταγραφή είναι παραδεκτή ως αποδεικτικό στοιχείο στις διαδικασίες άσκησης ένδικου μέσου που αναφέρονται στο κεφάλαιο V, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να ζητήσουν από τον αιτούντα να επιβεβαιώσει ότι το περιεχόμενο της έκθεσης ή του κειμένου της απομαγνητοφώνησης αντικατοπτρίζει σωστά τη συνέντευξη. Με την επιφύλαξη του άρθρου 16, όταν τα κράτη μέλη παρέχουν τόσο κείμενο της απομαγνητοφώνησης όσο και καταγραφή της προσωπικής συνέντευξης· τα κράτη μέλη μπορούν να στερούν από τον αιτούντα το δικαίωμα να διατυπώνει παρατηρήσεις και/ή να παρέχει διευκρινίσεις για το κείμενο της απομαγνητοφώνησης. 4. Όταν ο αιτών αρνείται να επιβεβαιώσει ότι το περιεχόμενο της έκθεσης ή του κειμένου της απομαγνητοφώνησης αντικατοπτρίζει σωστά την προσωπική συνέντευξη, οι λόγοι της άρνησής του καταχωρίζονται στον φάκελο του αιτούντος. Η άρνηση αυτή δεν εμποδίζει την αποφαινόμενη αρχή να λάβει απόφαση επί της αίτησης. 5. Οι αιτούντες και οι νομικοί ή άλλοι σύμβουλοι, όπως ορίζεται στο άρθρο 23, έχουν πρόσβαση στην έκθεση ή στο κείμενο της απομαγνητοφώνησης και, ενδεχομένως, στην καταγραφή, πριν λάβει απόφαση η αποφαινόμενη αρχή. Όταν τα κράτη μέλη παρέχουν τόσο κείμενο της απομαγνητοφώνησης όσο και καταγραφή της προσωπικής συνέντευξης, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να παρέχουν πρόσβαση στην καταγραφή, στο πλαίσιο των πρωτοβάθμιων διαδικασιών που αναφέρονται στο κεφάλαιο III. Στις περιπτώσεις αυτές, παρέχουν ωστόσο πρόσβαση στην καταγραφή στο πλαίσιο διαδικασιών άσκησης ένδικου μέσου που αναφέρονται στο κεφάλαιο V. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, όταν η αίτηση εξετάζεται σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 8, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η πρόσβαση στην έκθεση ή στο κείμενο της απομαγνητοφώνησης και, κατά περίπτωση, στην καταγραφή παρέχεται ταυτόχρονα με τη λήψη απόφασης. Άρθρο 18 Ιατρική εξέταση 1. Όταν η αποφαινόμενη αρχή το θεωρεί σκόπιμο για την αξιολόγηση αίτησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ και με την επιφύλαξη της συγκατάθεσης του αιτούντος, τα κράτη μέλη, με την επιφύλαξη της συναίνεσης του αιτούντος, μεριμνούν για την ιατρική εξέταση του αιτούντος όσον αφορά ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν. Εναλλακτικά, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι ο αιτών μεριμνά για την ιατρική εξέταση. Οι ιατρικές εξετάσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο διενεργούνται από κατάλληλα εκπαιδευμένους επαγγελματίες του τομέα της υγείας και τα αποτελέσματά τους υποβάλλονται στην αποφαινόμενη αρχή το ταχύτερο δυνατό. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν τους επαγγελματίες του τομέα της υγείας που μπορούν να διενεργούν αυτές τις ιατρικές εξετάσεις. Η άρνηση αιτούντος να υποβληθεί σε αυτή την ιατρική εξέταση δεν εμποδίζει την αποφαινόμενη αρχή να λάβει απόφαση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας. Τα έξοδα των ιατρικών εξετάσεων που διενεργούνται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο καλύπτονται από δημόσια κονδύλια. 2. Όταν δεν διενεργείται ιατρική εξέταση σύμφωνα με την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη ενημερώνουν τους αιτούντες ότι μπορούν με δική τους πρωτοβουλία και δικά τους έξοδα να μεριμνήσουν για την ιατρική εξέταση όσον αφορά ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστησαν κατά το παρελθόν. 3. Τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων για τις οποίες γίνεται λόγος στις παραγράφους 1 και 2 εκτιμώνται από την αποφαινόμενη αρχή μαζί με τα λοιπά στοιχεία της αίτησης. Άρθρο 19 Δωρεάν παροχή νομικών και διαδικαστικών πληροφοριών στο πλαίσιο των πρωτοβάθμιων διαδικασιών 1. Στο πλαίσιο των πρωτοβάθμιων διαδικασιών του κεφαλαίου ΙΙΙ, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να παρέχονται, κατόπιν αιτήματος, δωρεάν νομικές και διαδικαστικές πληροφορίες στους αιτούντες, συμπεριλαμβανομένων, τουλάχιστον, των πληροφοριών σχετικά με τη διαδικασία με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της περίπτωσης του αιτούντος. Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης επί αίτησης σε πρώτο βαθμό, τα κράτη μέλη παρέχουν στους αιτούντες, κατόπιν αιτήματος, πληροφορίες -πέραν όσων προβλέπονται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 και στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο στ)- με τις οποίες εξηγούνται οι λόγοι της απόφασης και οι δυνατότητες άσκησης προσφυγής κατ’ αυτής 2. Η δωρεάν παροχή νομικών και διαδικαστικών πληροφοριών υπόκειται στους όρους που θεσπίζονται με το άρθρο 21. Άρθρο 20 Δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση στις διαδικασίες άσκησης ένδικου μέσου 1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να παρέχεται, κατόπιν αιτήματος, δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση στο πλαίσιο των διαδικασιών άσκησης ένδικου μέσου που προβλέπονται στο κεφάλαιο V. Περιλαμβάνει, τουλάχιστον, την κατάρτιση των αναγκαίων διαδικαστικών εγγράφων και τη συμμετοχή εξ ονόματος του αιτούντος σε ακροαματική διαδικασία ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. 2. Επίσης, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν δωρεάν νομική συνδρομή και/ή εκπροσώπηση στις πρωτοβάθμιες διαδικασίες που προβλέπονται στο κεφάλαιο III. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 19. 3. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι δεν χορηγείται δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση εάν ένα δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή θεωρεί ότι το ένδικο μέσο του αιτούντος δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας. Όταν λαμβάνεται απόφαση για τη μη παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο από αρχή η οποία δεν είναι δικαστήριο, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο αιτών έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά της εν λόγω απόφασης ενώπιον δικαστηρίου. Κατ’ εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να μην περιορίζεται αυθαιρέτως η νομική συνδρομή και εκπροσώπηση και να μην εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτούντος στη δικαιοσύνη. 4. Η δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση υπόκειται στους όρους που θεσπίζονται στο άρθρο 21. Άρθρο 21 Όροι για τη δωρεάν παροχή νομικών και διαδικαστικών πληροφοριών και τη δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση 1. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι οι δωρεάν νομικές και διαδικαστικές πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 19 παρέχονται από μη κυβερνητικές οργανώσεις ή από επαγγελματίες κρατικών αρχών ή από ειδικευμένες κρατικές υπηρεσίες. Η δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση που προβλέπονται στο άρθρο 20 παρέχονται από πρόσωπα που γίνονται δεκτά ή αναγνωρίζονται με την ιδιότητα αυτή βάσει του εθνικού δικαίου. 2. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι οι δωρεάν νομικές και διαδικαστικές πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 19 και η δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση που αναφέρονται στο άρθρο 20 χορηγούνται: α) μόνο σε όσους δεν έχουν επαρκείς πόρους· και/ή β) μόνο μέσω των υπηρεσιών που παρέχονται από νομικούς ή άλλους συμβούλους που καθορίζονται ειδικά από την εθνική νομοθεσία για συνδρομή και εκπροσώπηση των αιτούντων. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση που αναφέρονται στο άρθρο 20 χορηγούνται μόνο για διαδικασίες άσκησης ένδικου μέσου σύμφωνα με το κεφάλαιο V ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και όχι για περαιτέρω προσφυγή ή έλεγχο που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένης της επανεκδίκασης ή του ελέγχου προσφυγής. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβλέπουν ότι η δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση που προβλέπονται στο άρθρο 20 δεν παρέχονται σε αιτούντες οι οποίοι δεν βρίσκονται πλέον στο έδαφός τους, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 41 παράγραφος 2 στοιχείο γ). 3. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν κανόνες σχετικά με την υποβολή και τη διεκπεραίωση των αιτημάτων παροχής δωρεάν νομικών και διαδικαστικών πληροφοριών βάσει του άρθρου 19 και δωρεάν νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης βάσει του άρθρου 20. 4. Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν: α) να επιβάλλουν χρηματικά και/ή χρονικά όρια στη δωρεάν παροχή νομικών και διαδικαστικών πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 19 και στη δωρεάν παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης που αναφέρεται στο άρθρο 20, εφόσον τα όρια αυτά δεν περιορίζουν αυθαιρέτως την πρόσβαση στην παροχή νομικών και διαδικαστικών πληροφοριών και στη νομική συνδρομή και εκπροσώπηση· β) να προβλέπουν ότι, όσον αφορά τα τέλη και άλλα έξοδα, η μεταχείριση των αιτούντων δεν θα είναι ευνοϊκότερη από εκείνη που επιφυλάσσεται κατά γενικό κανόνα στους υπηκόους τους σε θέματα σχετικά με τη νομική συνδρομή. 5. Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν να τους επιστραφεί το σύνολο ή μέρος των καταβληθέντων εξόδων εάν και από τη στιγμή που έχει βελτιωθεί σημαντικά η οικονομική κατάσταση του αιτούντος ή εάν η απόφαση χορήγησης αυτών των εξόδων είχε ληφθεί με βάση ψευδείς πληροφορίες που είχε δώσει ο αιτών. Άρθρο 22 Δικαίωμα νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης σε όλα τα στάδια της διαδικασίας 1. Στους αιτούντες παρέχεται η δυνατότητα, να συμβουλεύονται, ιδία δαπάνη και κατά τρόπο ουσιαστικό, νομικό ή άλλο σύμβουλο, που γίνεται δεκτός ή αναγνωρίζεται με την ιδιότητα αυτή βάσει του εθνικού δικαίου, σε θέματα σχετικά με τις οικείες αιτήσεις διεθνούς προστασίας, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, ακόμα και μετά από αρνητική απόφαση. 2. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν σε μη κυβερνητικές οργανώσεις να παράσχουν νομική συνδρομή και/ή εκπροσώπηση σε αιτούντες στο πλαίσιο των διαδικασιών που προβλέπονται στο κεφάλαιο III και στο κεφάλαιο V σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Άρθρο 23 Πεδίο εφαρμογής της νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης 1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο νομικός ή άλλος σύμβουλος, που γίνεται δεκτός ή αναγνωρίζεται με την ιδιότητα αυτή βάσει της εθνικής νομοθεσίας και που παρέχει συνδρομή ή εκπροσώπηση σε αιτούντα βάσει της εθνικής νομοθεσίας, να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες του φακέλου του αιτούντος βάσει των οποίων λαμβάνεται ή θα ληφθεί απόφαση. Τα κράτη μέλη δύνανται να κάνουν εξαίρεση όταν η αποκάλυψη των πληροφοριών ή των πηγών ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια, την ασφάλεια των οργανισμών ή προσώπων που παρέχουν τις πληροφορίες ή την ασφάλεια των προσώπων τα οποία αφορούν οι πληροφορίες ή εάν θίγονται οι έρευνες σχετικά με την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή οι διεθνείς σχέσεις των κρατών μελών. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη: α) καθιστούν προσβάσιμες στις αρχές που αναφέρονται στο κεφάλαιο V τις εν λόγω πληροφορίες ή πηγές· και β) θεσπίζουν στο εθνικό δίκαιο διαδικασίες που εξασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης του αιτούντος. Όσον αφορά το στοιχείο β), τα κράτη μέλη μπορούν, ιδίως, να παρέχουν σε νομικό ή άλλο σύμβουλο, ο οποίος έχει υποβληθεί σε έλεγχο ασφαλείας, πρόσβαση στις συγκεκριμένες πληροφορίες ή πηγές, εφόσον οι πληροφορίες έχουν σημασία για την εξέταση της αίτησης ή για τη λήψη απόφασης περί ανάκλησης της διεθνούς προστασίας. 2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο νομικός ή άλλος σύμβουλος που παρέχει συνδρομή ή εκπροσώπηση στον αιτούντα να έχει πρόσβαση σε κλειστές ζώνες, όπως χώρους κράτησης και ζώνες διέλευσης, για να συνεννοείται με τον αιτούντα, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 4 και το άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχεία β) και γ) της οδηγίας 2013/33/ΕΕ. 3. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στον αιτούντα να προσέλθει στην προσωπική συνέντευξη συνοδευόμενος από νομικό ή άλλο σύμβουλο που γίνεται δεκτός ή αναγνωρίζεται με την ιδιότητα αυτή βάσει του εθνικού δικαίου. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι ο νομικός ή άλλος σύμβουλος μπορεί να παρεμβαίνει μόνο στο τέλος της προσωπικής συνέντευξης. 4. Με την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου ή του άρθρου 25 παράγραφος 1 στοιχείο β), τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν κανόνες για την παράσταση των νομικών ή άλλων συμβούλων σε όλες τις συνεντεύξεις κατά τη διαδικασία. Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν την παρουσία του αιτούντος στην προσωπική συνέντευξη έστω κι αν αυτός εκπροσωπείται βάσει της εθνικής νομοθεσίας από νομικό ή άλλο σύμβουλο και μπορούν να ζητήσουν από τον αιτούντα να απαντήσει αυτοπροσώπως στις υποβαλλόμενες ερωτήσεις. Με την επιφύλαξη του άρθρου 25 παράγραφος 1 στοιχείο β), η απουσία νομικού ή άλλου συμβούλου δεν εμποδίζει την αρμόδια αρχή να διεξαγάγει προσωπική συνέντευξη με τον αιτούντα. Άρθρο 24 Αιτούντες που χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων 1. Τα κράτη μέλη εκτιμούν, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, αν ο αιτών χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων. 2. Η εκτίμηση της παραγράφου 1 μπορεί να εντάσσεται στις ισχύουσες εθνικές διαδικασίες και/ή στην εκτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 22 της οδηγίας 2013/33/ΕΕ και δεν χρειάζεται να λαμβάνει τη μορφή διοικητικής διαδικασίας. 3. Τα κράτη μέλη, αφού εκτιμήσουν ότι οι αιτούντες χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, τους εξασφαλίζουν επαρκή υποστήριξη, ώστε να μπορούν να απολαύουν των δικαιωμάτων και να συμμορφούνται προς τις υποχρεώσεις της παρούσας οδηγίας καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ασύλου. Όταν η κατάλληλη υποστήριξη δεν μπορεί να παρέχεται εντός του πλαισίου των διαδικασιών του άρθρου 31 παράγραφος 8 και του άρθρου 43, ιδίως όταν τα κράτη μέλη θεωρούν ότι ο αιτών χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων συνεπεία βασανισμού, βιασμού ή άλλων σοβαρών μορφών ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας, τα κράτη μέλη δεν εφαρμόζουν ή παύουν να εφαρμόζουν το άρθρο 31 παράγραφος 8 και το άρθρο 43. Όταν τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το άρθρο 46 παράγραφος 6 σε αιτούντες στους οποίους δεν μπορούν να εφαρμοσθούν το άρθρο 31 παράγραφος 8 και το άρθρο 43, σύμφωνα με το παρόν εδάφιο, παρέχουν τουλάχιστον τις εγγυήσεις του άρθρου 46 παράγραφος 7. 4. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι αντιμετωπίζεται επίσης η ανάγκη για ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, εφόσον η ανάγκη αυτή ανακύψει σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, χωρίς να απαιτείται εκ νέου κίνηση της διαδικασίας. Άρθρο 25 Εγγυήσεις για τους ασυνόδευτους ανηλίκους 1. Για όλες τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 14 έως 17, τα κράτη μέλη: α) λαμβάνουν το συντομότερο δυνατόν μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν ότι ο ασυνόδευτος ανήλικος διαθέτει εκπροσώπηση και συνδρομή από εκπρόσωπο προκειμένου να μπορέσει να επωφεληθεί των δικαιωμάτων και να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Ο ασυνόδευτος ανήλικος ενημερώνεται αμέσως ότι έχει ορισθεί εκπρόσωπος. Ο εκπρόσωπος ασκεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με την αρχή του μείζονος συμφέροντος του παιδιού και διαθέτει την κατάλληλη εμπειρογνωμοσύνη για τον σκοπό αυτό. Το πρόσωπο που ενεργεί ως εκπρόσωπος αντικαθίσταται μόνο εφόσον απαιτείται. Οι οργανώσεις και τα πρόσωπα τα συμφέροντα των οποίων συγκρούονται ή θα μπορούσαν ενδεχομένως να συγκρουσθούν με τα συμφέροντα του ασυνόδευτου ανηλίκου δεν είναι επιλέξιμα να καταστούν εκπρόσωποι. Ο εκπρόσωπος μπορεί επίσης να είναι ο εκπρόσωπος που αναφέρεται στην οδηγία 2013/33/ΕΕ· β) μεριμνούν ώστε να παρέχεται η ευκαιρία στον εκπρόσωπο να ενημερώνει τον ασυνόδευτο ανήλικο σχετικά με το νόημα και τις πιθανές συνέπειες της προσωπικής συνέντευξης και, εφόσον ενδείκνυται, σχετικά με τον τρόπο που θα πρέπει να προετοιμασθεί για την προσωπική συνέντευξη. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο εκπρόσωπος και/ή ο νομικός ή άλλος σύμβουλος που αναγνωρίζεται ή του επιτρέπεται με την ιδιότητα αυτή βάσει του εθνικού δικαίου να παρίστανται στην εν λόγω προσωπική συνέντευξη και να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν ερωτήσεις ή παρατηρήσεις, εντός του πλαισίου που ορίζει ο διεξάγων τη συνέντευξη. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν την παρουσία του ασυνόδευτου ανηλίκου στην προσωπική συνέντευξη ακόμη κι αν ο εκπρόσωπος είναι παρών. 2. Τα κράτη μέλη μπορούν να μη διορίσουν εκπρόσωπο εφόσον ο ασυνόδευτος ανήλικος κατά πάσα πιθανότητα θα συμπληρώσει το 18ο έτος προτού ληφθεί απόφαση σε πρώτο βαθμό. 3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε: α) εάν ένας ασυνόδευτος ανήλικος έχει κληθεί σε προσωπική συνέντευξη για την αίτησή του για διεθνή προστασία όπως ορίζεται στα άρθρα 14 έως 17 και στο άρθρο 34, η συνέντευξη αυτή να διεξάγεται από πρόσωπο που έχει τις απαραίτητες γνώσεις για τις ειδικές ανάγκες των ανηλίκων· β) ένας υπάλληλος που έχει τις αναγκαίες γνώσεις σχετικά με τις ειδικές ανάγκες των ανηλίκων να προετοιμάζει την απόφαση της αποφαινόμενης αρχής επί της αιτήσεως του ασυνόδευτου ανηλίκου. 4. Στους ασυνόδευτους ανηλίκους και στους εκπροσώπους τους παρέχονται δωρεάν οι νομικές και διαδικαστικές πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 19, καθώς και οι πληροφορίες για τις διαδικασίες ανάκλησης της διεθνούς προστασίας που προβλέπονται στο κεφάλαιο IV. 5. Τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν ιατρικές εξετάσεις για τον προσδιορισμό της ηλικίας των ασυνόδευτων ανηλίκων στο πλαίσιο της εξέτασης αιτήσεως διεθνούς προστασίας όταν, μετά τις γενικές δηλώσεις ή άλλες συναφείς ενδείξεις, τα κράτη μέλη έχουν αμφιβολίες σχετικά με την ηλικία του αιτούντος. Εάν, αργότερα, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να έχουν αμφιβολίες σχετικά με την ηλικία του αιτούντος, θεωρούν ότι ο αιτών είναι ανήλικος. Οποιαδήποτε ιατρική εξέταση πραγματοποιείται με πλήρη σεβασμό της αξιοπρέπειας του αιτούντος, διενεργείται με την επιλογή των λιγότερο παρεμβατικών εξετάσεων και διενεργείται από κατάλληλα εκπαιδευμένους επαγγελματίες του τομέα της υγείας, ώστε να επιτυγχάνεται όσο το δυνατόν πιο αξιόπιστο αποτέλεσμα. Όταν χρησιμοποιούνται ιατρικές εξετάσεις, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε: α) οι ασυνόδευτοι ανήλικοι να ενημερώνονται, πριν από την εξέταση της αίτησής τους διεθνούς προστασίας, και σε γλώσσα την οποία κατανοούν ή τεκμαίρεται ευλόγως ότι κατανοούν, σχετικά με τη δυνατότητα προσδιορισμού της ηλικίας με ιατρική εξέταση· πρόκειται μεταξύ άλλων για πληροφορίες σχετικά με τη μέθοδο εξέτασης και τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποτελεσμάτων της ιατρικής εξέτασης στην εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας, καθώς και ως προς τον αντίκτυπο της άρνησης του ασυνόδευτου ανηλίκου να υποβληθεί στην ιατρική εξέταση· β) οι ασυνόδευτοι ανήλικοι και/ή οι εκπρόσωποί τους να συναινούν στη διενέργεια ιατρικής εξέτασης για τον προσδιορισμό της ηλικίας των συγκεκριμένων ανηλίκων· και γ) η απόφαση απόρριψης αίτησης διεθνούς προστασίας ασυνόδευτου ανηλίκου που αρνήθηκε να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση να μη βασίζεται μόνο στην άρνηση αυτή. Το γεγονός ότι ένας ασυνόδευτος ανήλικος έχει αρνηθεί να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση δεν εμποδίζει την αποφαινόμενη αρχή να λαμβάνει απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας. 6. Το μείζον συμφέρον του παιδιού αποτελεί το κύριο μέλημα των κρατών μελών κατά την εφαρμογή της προύσας οδηγίας. Όταν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αίτησης ασύλου τα κράτη μέλη χαρακτηρίζουν ένα πρόσωπο ως ασυνόδευτο ανήλικο, μπορούν: α) να εφαρμόζουν ή να εξακολουθούν να εφαρμόζουν το άρθρο 31 παράγραφος 8, μόνο εφόσον: i) ο αιτών προέρχεται από χώρα η οποία πληροί τα κριτήρια για το χαρακτηρισμό της ως ασφαλούς χώρας καταγωγής, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, ή ii) ο αιτών έχει υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία είναι απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 5, ή iii) ο αιτών μπορεί, εξαιτίας σοβαρών λόγων, να θεωρείται επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη ή έχει απελαθεί διά της βίας, εξαιτίας σοβαρών λόγων εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης, βάσει του εθνικού δικαίου· β) να εφαρμόζουν ή να εξακολουθούν να εφαρμόζουν το άρθρο 43, σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 11 της οδηγίας 2013/33/ΕΕ, μόνο εφόσον: i) ο αιτών προέρχεται από χώρα η οποία πληροί τα κριτήρια για το χαρακτηρισμό της ως ασφαλούς χώρας καταγωγής, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, ή ii) ο αιτών έχει υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση, ή iii) ο αιτών μπορεί, εξαιτίας σοβαρών λόγων, να θεωρείται επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη του κράτους μέλους ή έχει απελαθεί διά της βίας, εξαιτίας σοβαρών λόγων εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης, βάσει του εθνικού δικαίου, ή iv) συντρέχουν βάσιμοι λόγοι ώστε μια χώρα η οποία δεν είναι κράτος μέλος να θεωρείται ασφαλής τρίτη χώρα για τον αιτούντα, σύμφωνα με το άρθρο 38, ή v) ο αιτών έχει παραπλανήσει τις αρχές υποβάλλοντας πλαστά έγγραφα, ή vi) ο αιτών έχει καταστρέψει ή εγκαταλείψει, κακή την πίστει, έγγραφο ταυτότητας ή ταξιδίου, το οποίο θα είχε βοηθήσει στην εξακρίβωση της ταυτότητας ή της ιθαγένειάς του. Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν τα σημεία v) και vi) μόνο σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, όταν συντρέχουν σοβαροί λόγοι ώστε να θεωρείται ότι ο αιτών επιχειρεί να αποκρύψει σημαντικά στοιχεία τα οποία ενδεχομένως θα οδηγήσουν στη λήψη αρνητικής απόφασης και εφόσον έχει δοθεί στον αιτούντα η πλήρης δυνατότητα, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών διαδικαστικών αναγκών για τους ασυνόδευτους ανηλίκους, να αιτιολογήσει πειστικά τη συμπεριφορά που περιγράφεται στα σημεία v) και vi), συμπεριλαμβανομένης της διαβούλευσης με τον εκπρόσωπό του, γ) να θεωρούν την αίτηση απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο γ), εάν μια χώρα η οποία δεν είναι κράτος μέλος θεωρείται ασφαλής τρίτη χώρα για τον αιτούντα, σύμφωνα με το άρθρο 38, εφόσον αυτό εξυπηρετεί τα μείζονα συμφέροντα του ανηλίκου· δ) να εφαρμόζουν τη διαδικασία του άρθρου 20 παράγραφος 3, όταν ο εκπρόσωπος του ανηλίκου διαθέτει νομική κατάρτιση, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Με την επιφύλαξη του άρθρου 41, τα κράτη μέλη παρέχουν στους ασυνόδευτους ανηλίκους, κατά την εφαρμογή του άρθρου 46 παράγραφος 6, τουλάχιστον τις εγγυήσεις του άρθρου 46 παράγραφος 7 σε όλες τις περιπτώσεις. Άρθρο 26 Κράτηση 1. Τα κράτη μέλη δεν υποβάλλουν σε κράτηση ένα πρόσωπο για το λόγο και μόνο ότι είναι αιτών. Οι λόγοι και οι συνθήκες κράτησης, καθώς και οι εγγυήσεις των οποίων απολαύουν οι αιτούντες που τελούν υπό κράτηση, συνάδουν με την οδηγία 2013/33/ΕΕ. 2. Όταν υποβάλλουν έναν αιτούντα σε κράτηση, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχει η δυνατότητα ταχείας δικαστικής επανεξέτασης σύμφωνα με την οδηγία 2013/33/ΕΕ. Άρθρο 27 Διαδικασία σε περίπτωση ανάκλησης της αίτησης 1. Εφόσον τα κράτη μέλη προβλέπουν τη δυνατότητα ρητής ανάκλησης της αίτησης στην εθνική τους νομοθεσία, όταν ένας αιτών ανακαλέσει ρητά την αίτησή του για διεθνή προστασία, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αποφαινόμενη αρχή να αποφασίσει είτε να σταματήσει την εξέταση είτε να απορρίψει την αίτηση. 2. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβλέψουν ότι η αποφαινόμενη αρχή μπορεί να αποφασίσει να σταματήσει την εξέταση χωρίς λήψη απόφασης. Σε αυτήν την περίπτωση, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αποφαινόμενη αρχή να συμπεριλάβει σχετικό σημείωμα στο φάκελο του αιτούντος. Άρθρο 28 Διαδικασία σε περίπτωση σιωπηρής ανάκλησης της αίτησης ή υπαναχώρησης από αυτήν 1. Όταν υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του, ή έχει υπαναχωρήσει από αυτήν, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αποφαινόμενη αρχή να αποφασίσει είτε να σταματήσει την εξέταση είτε, σε περίπτωση που η αποφαινόμενη αρχή θεωρήσει την αίτηση ως αβάσιμη αφού την εξετάσει επαρκώς επί της ουσίας σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, να απορρίψει την αίτηση. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρήσουν ότι ο αιτών έχει ανακαλέσει σιωπηρά την αίτησή του για διεθνή προστασία ή έχει υπαναχωρήσει από αυτήν, ιδίως όταν διαπιστώνεται ότι: α) δεν ανταποκρίθηκε σε αιτήματα για παροχή πληροφοριών με ουσιώδη σημασία για την αίτησή του σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 4 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ ή δεν παρέστη στην προσωπική συνέντευξη όπως προβλέπεται στα άρθρα 14 έως 17 της εν λόγω οδηγίας, εκτός εάν ο αιτών αποδείξει εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος ότι αυτό οφείλεται σε συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του· β) διέφυγε ή αναχώρησε χωρίς άδεια από το μέρος όπου ζούσε ή ευρισκόταν υπό κράτηση, χωρίς να έρθει σε επαφή με την αρμόδια αρχή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, ή δεν εκπλήρωσε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος την υποχρέωση αναφοράς ή άλλες υποχρεώσεις επικοινωνίας, εκτός εάν αποδείξει ότι αυτό οφειλόταν σε συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του. Για τον σκοπό της εφαρμογής των προκειμένων διατάξεων, τα κράτη μέλη είναι δυνατόν να ορίσουν χρονικά όρια ή κατευθυντήριες γραμμές. 2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο αιτών που αναφέρεται και πάλι στην αρμόδια αρχή μετά τη λήψη απόφασης να σταματήσει η εξέταση όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου να δικαιούται να ζητήσει την επανεξέταση της υπόθεσής του ή να υποβάλλει νέα αίτηση η οποία δεν υπόκειται στη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 40 και 41. Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν ένα χρονικό όριο τουλάχιστον εννέα μηνών μετά το οποίο η υπόθεση του αιτούντος δεν θα μπορεί να επανεξετασθεί ή η νέα αίτηση θα μπορεί να αντιμετωπιστεί ως μεταγενέστερη αίτηση και να υπόκειται στη διαδικασία που αναφέρεται στα άρθρα 40 και 41. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η υπόθεση του αιτούντος μπορεί να επανεξετασθεί μόνο μία φορά. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το πρόσωπο αυτό να μην απομακρυνθεί κατά παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στην αποφαινόμενη αρχή να συνεχίσει την εξέταση από το στάδιο στο οποίο είχε σταματήσει. 3. Το παρόν άρθρο ισχύει με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013. Άρθρο 29 Ο ρόλος του UNHCR 1. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στον UNHCR: α) να έχει πρόσβαση στους αιτούντες, συμπεριλαμβανομένων των τελούντων υπό κράτηση, στα σύνορα και στις ζώνες διέλευσης· β) να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες για τις ατομικές αιτήσεις διεθνούς προστασίας, για την πρόοδο της διαδικασίας και τις αποφάσεις που λαμβάνονται, υπό την προϋπόθεση ότι ο αιτών συμφωνεί σχετικά· γ) να παρουσιάζει τις απόψεις της ενώπιον των αρμόδιων αρχών, κατά την άσκηση των εποπτικών της δραστηριοτήτων βάσει του άρθρου 35 της σύμβασης της Γενεύης, σχετικά με τις ατομικές αιτήσεις διεθνούς προστασίας σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. 2. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται επίσης σε οργάνωση που εργάζεται στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους εξ ονόματος του UNHCR βάσει συμφωνίας με αυτό το κράτος μέλος. Άρθρο 30 Συλλογή πληροφοριών σχετικά με ατομικές περιπτώσεις Για τον σκοπό της εξέτασης ατομικών περιπτώσεων, τα κράτη μέλη: α) δεν αποκαλύπτουν τις πληροφορίες που αφορούν ατομικές αιτήσεις διεθνούς προστασίας, ή το γεγονός ότι έχει υποβληθεί αίτηση, στους φερόμενους ως υπεύθυνους της δίωξης ή της πρόκλησης σοβαρής βλάβης· β) δεν ζητούν πληροφορίες από τους φερόμενους ως υπεύθυνους της δίωξης ή της πρόκλησης σοβαρής βλάβης κατά τρόπο που θα είχε ως αποτέλεσμα να τους αποκαλυφθεί άμεσα το γεγονός ότι ο αιτών έχει υποβάλει αίτηση ασύλου και θα έθετε σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα του αιτούντος ή των εξαρτώμενων από αυτόν προσώπων ή την ελευθερία και την ασφάλεια των μελών της οικογένειάς του που εξακολουθούν να ζουν στη χώρα καταγωγής. ΚΕΦΑΛΑΙΟ III ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΒΑΘΜΟ ΤΜΗΜΑ I Άρθρο 31 Διαδικασία εξέτασης 1. Τα κράτη μέλη εξετάζουν τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας στο πλαίσιο διαδικασίας εξέτασης σύμφωνα με τις βασικές αρχές και εγγυήσεις του κεφαλαίου ΙΙ. 2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η διαδικασία εξέτασης ολοκληρώνεται το ταχύτερο δυνατό με την επιφύλαξη κατάλληλης και πλήρους εξέτασης. 3. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η διαδικασία εξέτασης ολοκληρώνεται εντός έξι μηνών από την κατάθεση της αίτησης. Όταν αίτηση υπόκειται στη διαδικασία του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013, η προθεσμία των έξι μηνών αρχίζει από τη στιγμή κατά την οποία ορίζεται ένα κράτος μέλος ως υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης, σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό, ο αιτών βρίσκεται στο έδαφος του κράτους μέλους και τον έχει αναλάβει η αρμόδια αρχή. Τα κράτη μέλη δύνανται να παρατείνουν την προθεσμία των έξι μηνών που ορίζεται στην παρούσα παράγραφο για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από εννέα επιπλέον μήνες, σε περιπτώσεις στις οποίες: α) ανακύπτουν περίπλοκα ουσιαστικά και/ή νομικά ζητήματα· β) μεγάλος αριθμός υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών αιτούνται ταυτόχρονα διεθνή προστασία, γεγονός που καθιστά στην πράξη πολύ δύσκολη την ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός της προθεσμίας των έξι μηνών· γ) η καθυστέρηση μπορεί να αποδοθεί σαφώς στη μη συμμόρφωση του αιτούντος με τις υποχρεώσεις του δυνάμει του άρθρου 13. Κατ’ εξαίρεση, τα κράτη μέλη, σε δεόντως αιτιολογημένες περιστάσεις, υπερβαίνουν τις προθεσμίες της παρούσας παραγράφου κατά τρεις μήνες το πολύ, εφόσον είναι απαραίτητο για την κατάλληλη και πλήρη εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας. 4. Με την επιφύλαξη των άρθρων 13 και 18 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, τα κράτη μέλη μπορούν να αναβάλουν την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης στην περίπτωση που δεν μπορεί εύλογα να αναμένεται από την αποφαινόμενη αρχή να αποφασίσει εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 3 λόγω της αβέβαιης κατάστασης στη χώρα καταγωγής η οποία αναμένεται να είναι πρόσκαιρη. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη: α) επανεξετάζουν την κατάσταση στη χώρα καταγωγής τουλάχιστον ανά έξι μήνες· β) ενημερώνουν τους ενδιαφερόμενους αιτούντες εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος σχετικά με τους λόγους της αναβολής· γ) ενημερώνουν την Επιτροπή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος σχετικά με την αναβολή των διαδικασιών για τη χώρα καταγωγής. 5. Εν πάση περιπτώσει, τα κράτη μέλη ολοκληρώνουν τη διαδικασία εξέτασης το αργότερο εντός 21 μηνών μετά την κατάθεση της αίτησης. 6. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, όταν δεν μπορεί να ληφθεί απόφαση εντός εξαμήνου, ο ενδιαφερόμενος αιτών: α) ενημερώνεται σχετικά με την καθυστέρηση· και β) λαμβάνει, κατόπιν αιτήσεως, πληροφορίες σχετικά με τους λόγους της καθυστέρησης και τον χρόνο κατά τον οποίο αναμένεται η απόφαση επί της αιτήσεώς του. 7. Τα κράτη μέλη μπορούν να δώσουν προτεραιότητα στην εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις βασικές αρχές και εγγυήσεις του κεφαλαίου ΙΙ ιδίως: α) όταν η αίτηση είναι πιθανόν να θεωρηθεί ως βάσιμη· β) όταν ο αιτών είναι ευάλωτο πρόσωπο, κατά την έννοια του άρθρου 22 της οδηγίας 2013/33/ΕΕ, ή χρειάζεται ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις, ιδίως οι ασυνόδευτοι ανήλικοι. 8. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ότι μια διαδικασία εξέτασης σύμφωνα με τις βασικές αρχές και εγγυήσεις του κεφαλαίου ΙΙ μπορεί ναεπιταχυνθεί και/ή να διενεργηθεί στα σύνορα ή σε ζώνες διέλευσης σύμφωνα με το άρθρο 43, εφόσον: α) ο αιτών, κατά την υποβολή της αίτησης και την παρουσίαση των περιστατικών, απλώς έθεσε θέματα τα οποία είναι άνευσημασίας για την εξέταση του εάν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ· ή β) ο αιτών προέρχεται από ασφαλή χώρα καταγωγής κατά την έννοια της οδηγίας αυτής· ή γ) ο αιτών παραπλάνησε τις αρχές με την παρουσίαση ψευδών πληροφοριών ή εγγράφων ή με την απόκρυψη σχετικών πληροφοριών ή εγγράφων όσον αφορά την ταυτότητα και/ή την ιθαγένειά του, που μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την απόφαση· ή δ) είναι πιθανόν ότι ο αιτών έχει καταστρέψει ή πετάξει κακόπιστα έγγραφο ταυτότητας ή ταξιδιωτικό έγγραφο που θα βοηθούσε στον προσδιορισμό της ταυτότητας ή της ιθαγένειάς του· ή ε) ο αιτών έχει παρουσιάσει προδήλως ασυνεπείς και αντιφατικές πληροφορίες, ή σαφώς ψευδείς ή προφανώς απίθανεςπληροφορίες οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με επαρκώς τεκμηριωμένες πληροφορίες της χώρας καταγωγής, καθιστώντας έτσι σαφώς μη πειστική τη δήλωσή του ως προς το εάν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ· ή στ) ο αιτών έχει υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία είναι απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 5· ή ζ) ο αιτών υποβάλει την αίτηση μόνο για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης που θα οδηγούσε στην απομάκρυνσή του ή η) ο αιτών εισήλθε παράνομα στο έδαφος του κράτους μέλους ή παρέτεινε παράνομα τη διαμονή του και, χωρίς σοβαρό λόγο, δεν παρουσιάσθηκε στις αρχές ή δεν υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία το συντομότερο δυνατό, δεδομένων των συνθηκών της εισόδου του· ή θ) ο αιτών αρνείται να συμμορφωθεί με την υποχρέωση λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων του, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 603/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τη θέσπιση του «Eurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα και σχετικά με αιτήσεις της αντιπαραβολής με τα δεδομένα Eurodac που υποβάλλουν οι αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών και η Ευρωπόλ για σκοπούς επιβολής του νόμου (12)· ή ι) ο αιτών ενδέχεται, για σοβαρούς λόγους, να θεωρείται ότι συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη του κράτους μέλους, ή έχει απελαθεί διά της βίας για σοβαρούς λόγους δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας τάξης δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας. 9. Τα κράτη μέλη ορίζουν προθεσμίες για την έκδοση απόφασης κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία σύμφωνα με την παράγραφο 8. Οι προθεσμίες αυτές είναι εύλογες. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 3 έως 5, τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν τις προθεσμίες, εφόσον είναι απαραίτητο για την κατάλληλη και πλήρη εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Άρθρο 32 Αβάσιμες αιτήσεις 1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 27, τα κράτη μέλη μπορούν να απορρίψουν αίτηση ως αβάσιμη εφόσον η αποφαινόμενη αρχή διαπιστώσει ότι ο αιτών δεν πληροί τις προϋποθέσεις για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ. 2. Στις περιπτώσεις αβάσιμων αιτήσεων για τις οποίες ισχύουν οποιεσδήποτε από τις περιστάσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 31 παράγραφος 8, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να θεωρούν μια αίτηση προδήλως αβάσιμη, εφόσον λαμβάνει το χαρακτηρισμό αυτό στην εθνική νομοθεσία. ΤΜΗΜΑ ΙΙ Άρθρο 33 Περιπτώσεις απαράδεκτων αιτήσεων 1. Πέραν των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013, τα κράτη μέλη δεν οφείλουν να εξετάζουν εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για διεθνή προστασία σύμφωνα με την οδηγία 2011/95/ΕΕ όταν μια αίτηση θεωρείται ως απαράδεκτη δυνάμει του παρόντος άρθρου. 2. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρήσουν αίτηση για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη μόνοεάν: α) η διεθνής προστασία έχει χορηγηθεί από άλλο κράτος μέλος· β) μια χώρα που δεν είναι κράτος μέλος θεωρείται ως πρώτη χώρα ασύλου για τον αιτούντα, σύμφωνα με το άρθρο 35· γ) μια χώρα που δεν είναι κράτος μέλος θεωρείται ως ασφαλής τρίτη χώρα για τον αιτούντα, σύμφωνα με το άρθρο 38· δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ· ή ε) πρόσωπο εξαρτώμενο από τον αιτούντα υποβάλει αίτηση, αφού το πρόσωπο αυτό έχει συναινέσει, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 να αποτελέσει η περίπτωσή του τμήμα αίτησης υποβαλλόμενης για λογαριασμό του και δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με την κατάσταση του προσώπου αυτού τα οποία να δικαιολογούν την υποβολή χωριστής αίτησης. Άρθρο 34 Ειδικοί κανόνες σχετικά με τη συνέντευξη για το παραδεκτό της αίτησης 1. Πριν από τη λήψη απόφασης από την αποφαινόμενη αρχή για το παραδεκτό αίτησης διεθνούς προστασίας, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στους αιτούντες να εκθέσουν τις απόψεις τους σχετικά με την εφαρμογή των λόγων που προβλέπει το άρθρο 33 στην περίπτωσή τους. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη προβαίνουν σε προσωπική συνέντευξη σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης. Τα κράτη μέλη δύνανται κατ’ εξαίρεση να μην εφαρμόσουν την παρούσα διάταξη μόνο σύμφωνα με το άρθρο 42 σε περιπτώσεις μεταγενέστερων αιτήσεων. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του άρθρου 4 παράγραφος 2 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013. 2. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η προσωπική συνέντευξη για το παραδεκτό της αίτησης διεθνούς προστασίας διενεργείται από το προσωπικό αρχών διαφορετικών της αποφαινόμενης αρχής. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το προσωπικό αυτό να έχει λάβει εκ των προτέρων την απαραίτη βασική κατάρτιση, ιδίως όσον αφορά το διεθνές δίκαιο περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το κεκτημένο της Ένωσης για το άσυλο και τις τεχνικές της συνέντευξης. ΤΜΗΜΑ III Άρθρο 35 Έννοια της πρώτης χώρας ασύλου Μια χώρα μπορεί να θεωρηθεί ως πρώτη χώρα ασύλου για ένα συγκεκριμένο αιτούντα εάν: α) έχει αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας από τη χώρα αυτή και απολαύει ακόμη της σχετικής προστασίας· ή β) απολαύει άλλης επαρκούς προστασίας στην εν λόγω χώρα, επωφελούμενος μεταξύ άλλων από την αρχή της μη επαναπροώθησης, με την προϋπόθεση ότι θα γίνει εκ νέου δεκτός στη χώρα αυτή. Κατά την εφαρμογή της έννοιας της πρώτης χώρας ασύλου στη συγκεκριμένη περίπτωση του αιτούντος, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τους το άρθρο 38 παράγραφος 1. Δίδεται στον αιτούντα η δυνατότητα να αμφισβητήσει την εφαρμογή της έννοιας της πρώτης χώρας ασύλου στη συγκεκριμένη περίπτωσή του. Άρθρο 36 Έννοια της ασφαλούς χώρας καταγωγής 1. Τρίτη χώρα που έχει χαρακτηρισθεί ως ασφαλής χώρα καταγωγής σύμφωνα με την παρούσα οδηγίαμπορεί, έπειτα από ατομική εξέταση της αίτησης, να θεωρηθεί ως ασφαλής χώρα καταγωγής για συγκεκριμένο αιτούντα μόνο εφόσον ο αιτών: α) έχει την ιθαγένεια της χώρας αυτής· ή β) είναι ανιθαγενής και είχε προηγουμένως τη συνήθη διαμονή του στην εν λόγω χώρα και δεν έχει προβάλει σοβαρούς λόγους για να θεωρηθεί ότι η χώρα δεν είναι ασφαλής χώρα καταγωγής υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες στις οποίες ευρίσκεται και όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/95/ΕΕ. 2. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν στην εθνική νομοθεσία τους περαιτέρω κανόνες και λεπτομερείς διατάξεις για την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας. Άρθρο 37 Εθνικός χαρακτηρισμός τρίτων χωρών ως ασφαλών χωρών καταγωγής 1. Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν νομοθεσία που προβλέπει, σύμφωνα με το παράρτημα I, τον εθνικό χαρακτηρισμόασφαλών χωρών καταγωγής για την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας. 2. Τα κράτη μέλη επανεξετάζουν τακτικά την κατάσταση στις τρίτες χώρες που χαρακτηρίζονται ασφαλείς χώρες καταγωγής σύμφωνα με το παρόν άρθρο. 3. Η αξιολόγηση του κατά πόσον μια τρίτη χώρα είναι ασφαλής χώρα καταγωγής σύμφωνα με το παρόν άρθρο βασίζεται σε σειρά πηγών πληροφοριών, περιλαμβανομένων ειδικότερα πληροφοριών από άλλα κράτη μέλη, την ΕΥΥΑ, τον UNHCR, το Συμβούλιο της Ευρώπης και άλλους σχετικούς διεθνείς οργανισμούς. 4. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις χώρες που χαρακτηρίζονται ως ασφαλείς χώρες καταγωγής βάσει του παρόντος άρθρου. Άρθρο 38 Έννοια των ασφαλών τρίτων χωρών 1. Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν την έννοια των ασφαλών τρίτων χωρών μόνο εφόσον οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι η μεταχείριση του αιτούντος διεθνή προστασία στην οικεία τρίτη χώρα θα πληροί τα εξής κριτήρια: α) δεν απειλούνται η ζωή και η ελευθερία λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων· β) δεν υπάρχει κίνδυνος σοβαρής βλάβης, όπως ορίζεται στην οδηγία 2011/95/ΕΕ· γ) τηρείται η αρχή της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με τη σύμβαση της Γενεύης· δ) τηρείται η απαγόρευση της απομάκρυνσης κατά παράβαση του δικαιώματος αποφυγής των βασανιστηρίων και της σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης, όπως ορίζεται στο διεθνές δίκαιο· και ε) υπάρχει η δυνατότητα να ζητηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα και, στην περίπτωση που ο αιτών αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, να του χορηγηθεί προστασία σύμφωνα με τη σύμβαση της Γενεύης. 2. Η εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας υπόκειται στους κανόνες του εθνικού δικαίου, περιλαμβανομένων: α) των κανόνων που απαιτούν σύνδεσμο μεταξύ του αιτούντος και της οικείας τρίτης χώρας, βάσει της οποίας θα ήταν εύλογο για τον αιτούντα να μεταβεί στη συγκεκριμένη χώρα· β) των κανόνων σχετικά με τη μεθοδολογία που πρέπει να ακολουθούν οι αρμόδιες αρχές προκειμένου να κρίνουν ότι η έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας μπορεί να εφαρμοσθεί σε συγκεκριμένη χώρα ή συγκεκριμένο αιτούντα. Η μεθοδολογία αυτή μπορεί π.χ. να περιλαμβάνει μια εξέταση του ασφαλούς χαρακτήρα της χώρας για συγκεκριμένο αιτούντα και/ή τον εθνικό χαρακτηρισμό των χωρών που θεωρούνται ως γενικά ασφαλείς· γ) των κανόνων σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο οι οποίοι επιτρέπουν να εξετάζεται χωριστά κατά πόσον η οικεία τρίτη χώρα είναι ασφαλής για συγκεκριμένο αιτούντα και οι οποίοι επιτρέπουν, τουλάχιστον, στον αιτούντα να προσβάλλει την εφαρμογή της εννοίας της ασφαλούς τρίτης χώρας επικαλούμενος ως λόγο το γεγονός ότι η τρίτη χώρα δεν είναι ασφαλής υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες στις οποίες ευρίσκεται. Ο αιτών έχει επίσης τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ αυτού και της τρίτης χώρας σύμφωνα με το στοιχείο α). 3. Κατά την εφαρμογή απόφασης που βασίζεται αποκλειστικά στο παρόν άρθρο, τα κράτη μέλη: α) ενημερώνουν σχετικά τον αιτούντα· και β) του χορηγούν έγγραφο με το οποίο ενημερώνονται οι αρχές της εν λόγω τρίτης χώρας, στη γλώσσα της χώρας αυτής, ότι η αίτηση δεν έχει εξετασθεί επί της ουσίας. 4. Όταν η τρίτη χώρα δεν επιτρέπει στον αιτούντα να εισέλθει στο έδαφός της, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε αυτός να έχει πρόσβαση σε διαδικασία σύμφωνα με τις βασικές αρχές και εγγυήσεις που περιγράφονται στο κεφάλαιο II. 5. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν περιοδικώς την Επιτροπή σχετικά με τις χώρες έναντι των οποίων εφαρμόζεται η αρχή αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Άρθρο 39 Έννοια της ευρωπαϊκής ασφαλούς τρίτης χώρας 1. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας και της ασφάλειας του αιτούντος υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες στις οποίες ευρίσκεται, όπως περιγράφεται στο κεφάλαιο II, δεν διεξάγεται ή δεν διεξάγεται πλήρως όταν η αρμόδια αρχή διαπιστώνει βάσει των γεγονότων ότι ο αιτών επιδιώκει να εισέλθει ή έχει μόλις εισέλθει παράνομα στο έδαφος της χώρας της από ασφαλή τρίτη χώρα σύμφωνα με την παράγραφο 2. 2. Μια τρίτη χώρα μπορεί να θεωρηθεί ως ασφαλής τρίτη χώρα κατά την έννοια της παραγράφου 1 μόνον εφόσον: α) έχει επικυρώσει και τηρεί τις διατάξεις της σύμβασης της Γενεύης χωρίς γεωγραφικούς περιορισμούς· β) εφαρμόζει διαδικασία ασύλου προβλεπόμενη από τη νομοθεσία· και γ) έχει επικυρώσει την ευρωπαϊκή σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και τηρεί τις διατάξεις της, περιλαμβανομένων των κανόνων περί πραγματικής προσφυγής. 3. Ο αιτών έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την εφαρμογή της έννοιας της ευρωπαϊκής ασφαλούς τρίτης χώρας επειδή οι συνθήκες στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα δεν είναι ασφαλείς όσον αφορά την ιδιαίτερη περίπτωσή του. 4. Τα οικεία κράτη μέλη θεσπίζουν στην εθνική νομοθεσία τους τις λεπτομερείς διατάξεις για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 και ορίζουν τις συνέπειες των αποφάσεων δυνάμει των διατάξεων αυτών σύμφωνα με την αρχή της μη επαναπροώθησης, συμπεριλαμβανομένης της πρόβλεψης εξαιρέσεων από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου για ανθρωπιστικούς ή πολιτικούς λόγους ή για λόγους δημοσίου διεθνούς δικαίου. 5. Κατά την εφαρμογή απόφασης που βασίζεται αποκλειστικά στο παρόν άρθρο, τα οικεία κράτη μέλη: α) ενημερώνουν σχετικά τον αιτούντα· και β) του χορηγούν έγγραφο με το οποίο ενημερώνονται οι αρχές της εν λόγω τρίτης χώρας, στη γλώσσα της χώρας αυτής, ότι η αίτηση δεν έχει εξετασθεί επί της ουσίας. 6. Όταν η ασφαλής τρίτη χώρα δεν δέχεται εκ νέου τον αιτούντα, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε αυτός να έχει πρόσβαση σε διαδικασία σύμφωνα με τις βασικές αρχές και εγγυήσεις που περιγράφονται στο κεφάλαιο II. 7. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν περιοδικώς την Επιτροπή σχετικά με τις χώρες έναντι των οποίων ισχύει η έννοια αυτή σύμφωνα με το παρόν άρθρο. ΤΜΗΜΑ IV Άρθρο 40 Μεταγενέστερες αιτήσεις 1. Όταν ένα πρόσωπο που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας σε κράτος μέλος προβαίνει σε περαιτέρω διαβήματα ή υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση στο ίδιο κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος εξετάζει τα περαιτέρω διαβήματα ή τα στοιχεία της μεταγενέστερης αίτησης στο πλαίσιο της εξέτασης της προηγούμενης αίτησης ή της εξέτασης της αίτησης επανεξέτασης ή του ένδικου μέσου, εφόσον οι αρμόδιες αρχές μπορούν να λάβουν υπόψη τους και να εξετάσουν όλα τα στοιχεία στα οποία βασίζονται τα περαιτέρω διαβήματα ή η μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο αυτό. 2. Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο δ), η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ. 3. Εάν η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβάλουν άλλους λόγους για την περαιτέρω εξέταση μεταγενέστερης αίτησης. 4. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία, ιδίως με την άσκηση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 46. 5. Σε περίπτωση μη περαιτέρω εξέτασης μιας μεταγενέστερης αίτησης δυνάμει του παρόντος άρθρου, η αίτηση θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο δ). 6. Η διαδικασία του παρόντος άρθρου μπορεί να εφαρμόζεται επίσης και στην περίπτωση: α) εξαρτωμένου προσώπου το οποίο υποβάλλει αίτηση αφού έχει συναινέσει, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2, να αποτελέσει η περίπτωσή του τμήμα αίτησης η οποία υποβάλλεται για λογαριασμό του· και/ή β) άγαμου ανηλίκου ο οποίος υποβάλλει αίτηση μετά από την υποβολή αίτησης για λογαριασμό του δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 5 στοιχείο γ). Στις εν λόγω περιπτώσεις, η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 θα αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη στοιχείων που να δικαιολογούν την υποβολή χωριστής αίτησης εκ μέρους του εξαρτωμένου προσώπου ή του άγαμου ανηλίκου. 7. Εφόσον ένα πρόσωπο έναντι του οποίου πρέπει να εκτελεσθεί απόφαση μεταφοράς σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013 προβαίνει σε περαιτέρω διαβήματα ή υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση στο κράτος μέλος που προβαίνει στη μεταφορά, τα εν λόγω διαβήματα ή μεταγενέστερες αιτήσεις εξετάζονται από το αρμόδιο κράτος μέλος, όπως ορίζεται στον εν λόγω κανονισμό, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Άρθρο 41 Εξαιρέσεις από το δικαίωμα παραμονής σε περίπτωση μεταγενέστερης αίτησης 1. Τα κράτη μέλη προβαίνουν σε εξαίρεση από το δικαίωμα παραμονής στο έδαφος όταν ένα πρόσωπο: α) έχει υποβάλει πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, η οποία δεν εξετάζεται περαιτέρω βάσει του άρθρου 40 παράγραφος 5, απλώς για να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την εκτέλεση απόφασης, η οποία θα οδηγούσε στην άμεση απομάκρυνσή του από το συγκεκριμένο κράτος μέλος· ή β) υποβάλλει δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση στο ίδιο κράτος μέλος, μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης με την οποία η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 5, ή μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης με την οποία απορρίπτεται η εν λόγω αίτηση ως αβάσιμη. Τα κράτη μέλη δύνανται να προβαίνουν σε αυτήν την εξαίρεση, μόνο όταν η αποφαινόμενη αρχή θεωρεί ότι η απόφαση επιστροφής δεν θα οδηγήσει σε άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση κατά παράβαση των διεθνών και ενωσιακών υποχρεώσεων του οικείου κράτους μέλους. 2. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης: α) να παρεκκλίνουν από τις προθεσμίες που ισχύουν κανονικά για τις συνοπτικές διαδικασίες, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, όταν η διαδικασία εξέτασης επισπεύδεται σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 8 στοιχείο ζ)· β) να παρεκκλίνουν από τις προθεσμίες που ισχύουν κανονικά για τις διαδικασίες κρίσης του παραδεκτού που προβλέπονται στα άρθρα 33 και 34, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο· και/ή γ) να παρεκκλίνουν από το άρθρο 46 παράγραφος 8. Άρθρο 42 Διαδικαστικοί κανόνες 1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες των οποίων η αίτηση υπόκειται σε προκαταρκτική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 40 να απολαμβάνουν των εγγυήσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 12 παράγραφος 1. 2. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν στην εθνική τους νομοθεσία κανόνες για την προκαταρκτική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 40. Οι κανόνες αυτοί μπορούν μεταξύ άλλων: α) να υποχρεώνουν τον συγκεκριμένο αιτούντα να αναφέρει τα γεγονότα και να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη νέα διαδικασία· β) να επιτρέπουν τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης μόνο βάσει γραπτών παρατηρήσεων χωρίς προσωπική συνέντευξη, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 6. Οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει να καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση των αιτούντων σε νέα διαδικασία ούτε να οδηγούν πρακτικώς στη ματαίωση ή στο σοβαρό περιορισμό της πρόσβασης αυτής. 3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο αιτών να ενημερώνεται καταλλήλως για την έκβαση της προκαταρκτικής εξέτασης και, αν η αίτηση δεν θα εξετασθεί περαιτέρω, για τους λόγους και για τις δυνατότητες άσκησης ένδικου μέσου ή υποβολής αίτησης επανεξέτασης της απόφασης. ΤΜΗΜΑ V Άρθρο 43 Διαδικασίες στα σύνορα 1. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν διαδικασίες, σύμφωνα με τις βασικές αρχές και εγγυήσεις του κεφαλαίου ΙΙ, προκειμένου να αποφασίζουν, στα σύνορα ή τις ζώνες διέλευσης των κρατών μελών, σχετικά με: α) το παραδεκτό μιας αίτησης, δυνάμει του άρθρου 33, που υποβάλλεται στα σημεία αυτά· και/ή β) την ουσία μιας αίτησης σε διαδικασία δυνάμει του άρθρου 31 παράγραφος 8. 2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η απόφαση στο πλαίσιο των διαδικασιών της παραγράφου 1 να λαμβάνεται εντός εύλογης προθεσμίας. Αν δεν έχει ληφθεί απόφαση εντός τεσσάρων εβδομάδων, επιτρέπεται στον αιτούντα η είσοδος στο έδαφος του κράτους μέλους προκειμένου να εξετασθεί η αίτησή του σύμφωνα με τις λοιπές διατάξεις της παρούσας οδηγίας. 3. Στην περίπτωση αφίξεων που αφορούν μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών οι οποίοι υποβάλλουν αιτήσεις διεθνούς προστασίας στα σύνορα ή σε ζώνη διέλευσης, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη στην πράξη η εκεί εφαρμογή της παραγράφου 1, οι εν λόγω διαδικασίες μπορούν να εφαρμόζονται επίσης όπου και επί όσο χρονικό διάστημα φιλοξενούνται κανονικά οι συγκεκριμένοι υπήκοοι τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς σε σημεία πλησίον των συνόρων ή της ζώνης διέλευσης. ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Άρθρο 44 Ανάκληση διεθνούς προστασίας Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να μπορεί να αρχίζει εξέταση για την ανάκληση διεθνούς προστασίας συγκεκριμένου προσώπου, όταν έρχονται στο φως νέα στοιχεία ή πορίσματα που δείχνουν ότι υπάρχουν λόγοι επανεξέτασης της διεθνούς προστασίας του. Άρθρο 45 Διαδικαστικοί κανόνες 1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, όταν η αρμόδια αρχή εξετάζει το ενδεχόμενο ανάκλησης διεθνούς προστασίας υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς σύμφωνα με το άρθρο 14 ή 19 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ο ενδιαφερόμενος απολαύει των ακόλουθων εγγυήσεων: α) ενημερώνεται εγγράφως ότι η αρμόδια αρχή επανεξετάζει αν συγκεντρώνει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να είναι δικαιούχος διεθνούς προστασίας και ενημερώνεται επίσης για τους λόγους της επανεξέτασης αυτής και β) έχει τη δυνατότητα να προβάλει, στο πλαίσιο προσωπικής συνέντευξης σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο β) και τα άρθρα 14 έως 17 ή με γραπτή δήλωση, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι δεν πρέπει να ανακληθεί η διεθνής προστασία του. 2. Επιπλέον, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας που καθορίζεται στην παράγραφο 1: α) η αρμόδια αρχή είναι σε θέση να λαμβάνει ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες από διάφορες πηγές, όπως, ανάλογα με την περίπτωση, πληροφορίες από την ΕΥΥΑ και τον UNHCR, όσον αφορά τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής των ενδιαφερομένων προσώπων· και β) όταν συλλέγονται πληροφορίες σχετικά με τη συγκεκριμένη περίπτωση προκειμένου να επανεξετασθεί η διεθνής προστασία, οι πληροφορίες αυτές δεν λαμβάνονται από τους υπεύθυνους της δίωξης ή της πρόκλησης σοβαρής βλάβης κατά τρόπο που θα είχε ως αποτέλεσμα να πληροφορούνται απευθείας οι εν λόγω φορείς ότι ο ενδιαφερόμενος είναι δικαιούχος διεθνούς προστασίας του οποίου το καθεστώς είναι υπό επανεξέταση, ή να τίθεται σε κίνδυνο η σωματική ακεραιότητα του ενδιαφερομένου ή των προσώπων που εξαρτώνται από αυτόν, ή η ελευθερία και η ασφάλεια των μελών της οικογενείας του που εξακολουθούν να διαμένουν στη χώρα καταγωγής. 3. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η απόφαση της αρμόδιας αρχής να ανακαλέσει τη διεθνή προστασία δίδεται γραπτώς. Η απόφαση αναφέρει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους και παρέχονται γραπτώς πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες προσβολής της απόφασης. 4. Μόλις ληφθεί από την αρμόδια αρχή η απόφαση περί ανάκλησης διεθνούς προστασίας, ισχύουν εξίσου τα άρθρα 20 και 22, το άρθρο 23 παράγραφος 1 και το άρθρο 29. 5. Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι η διεθνής προστασία εκπνέει εκ του νόμου εάν ο δικαιούχος διεθνούς προστασίας έχει παραιτηθεί κατά τρόπο κατηγορηματικό από την αναγνώρισή του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Ένα κράτος μέλος μπορεί ακόμη να θεσπίσει διάταξη σύμφωνα με την οποία η διεθνής προστασία εκπνέει εκ του νόμου σε περίπτωση που ο δικαιούχος διεθνούς προστασίας έχει αποκτήσει την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους μέλους. ΚΕΦΑΛΑΙΟ V ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΕΝΔΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ Άρθρο 46 Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής 1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των ακόλουθων αποφάσεων: α) απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένων των αποφάσεων: i) με τις οποίες κρίνουν αίτηση ως αβάσιμη όσον αφορά το καθεστώς του πρόσφυγα και/ή το καθεστώς επικουρικής προστασίας, ii) με τις οποίες η αίτηση κρίνεται ως απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2, iii) που λαμβάνονται στα σύνορα ή τις ζώνες διέλευσης κράτους μέλους όπως περιγράφεται στο άρθρο 43 παράγραφος 1, iv) να μη διεξαχθεί εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 39· β) άρνηση να αρχίσει εκ νέου η εξέταση της αίτησης η οποία σταμάτησε σύμφωνα με τα άρθρα 27 και 28· γ) απόφαση ανάκλησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 45. 2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα πρόσωπα τα οποία έχει αναγνωρίσει η αποφαινόμενη αρχή ότι πληρούν τις προϋποθέσεις επικουρικής προστασίας να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής δυνάμει της παραγράφου 1 έναντι της απόφασης που κρίνει αίτηση ως αβάσιμη όσον αφορά το καθεστώς του πρόσφυγα. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 στοιχείο γ), όταν το καθεστώς επικουρικής προστασίας το οποίο χορηγείται από κράτος μέλος παρέχει τα ίδια δικαιώματα και ευεργετήματα με αυτά που παρέχει το καθεστώς του πρόσφυγα δυνάμει του ενωσιακού και εθνικού δικαίου, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να θεωρήσει απαράδεκτη την προσφυγή κατά απόφασης με την οποία κρίνεται αίτηση ως αβάσιμη όσον αφορά το καθεστώς του πρόσφυγα λόγω ανεπαρκούς ενδιαφέροντος του αιτούντος για τη συνέχιση της διαδικασίας. 3. Προκειμένου να τηρούν τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πραγματική προσφυγή να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/95/ΕΕ, τουλάχιστον κατά τις διαδικασίες άσκησης ένδικου μέσου ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. 4. Τα κράτη μέλη ορίζουν εύλογες προθεσμίες και θεσπίζουν τις λοιπές απαιτούμενες διατάξεις για την άσκηση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής από τον αιτούντα σύμφωνα με την παράγραφο 1. Οι προθεσμίες δεν καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος. Τα κράτη μέλη δύνανται επίσης να προβλέπουν αυτεπάγγελτη επανεξέταση των αποφάσεων που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 43. 5. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στους αιτούντες να παραμείνουν στο έδαφός τους μέχρι να λήξει η προθεσμία εντός της οποίας μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμά τους σε πραγματική προσφυγή και, σε περίπτωση άσκησης εντός της προθεσμίας του εν λόγω δικαιώματος, εν αναμονή της έκβασης της προσφυγής. 6. Σε περίπτωση απόφασης: α) με την οποία κρίνεται μια αίτηση προδήλως αβάσιμη, σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 2, ή αβάσιμη μετά την εξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 8, εξαιρουμένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες οι αποφάσεις βασίζονται στις περιστάσεις του άρθρου 31 παράγραφος 8 στοιχείο η)· β) με την οποία κρίνεται μια αίτηση απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο α), β) ή δ)· γ) με την οποία απορρίπτεται η επανεξέταση της υπόθεσης του αιτούντος αφότου έχει σταματήσει, σύμφωνα με το άρθρο 28· ή δ) μη εξέτασης ή μη πλήρους εξέτασης της αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 39, η δυνατότητα παραμονής του αιτούντος στο έδαφος του κράτους μέλους κρίνεται από δικαστήριο είτε με αίτημα του ενδιαφερόμενου αιτούντος είτε αυτεπάγγελτα, εάν η εν λόγω απόφαση έχει ως αποτέλεσμα την παύση ισχύος του δικαιώματος παραμονής του αιτούντος στο κράτος μέλος και εφόσον, σε τέτοιες περιπτώσεις, το δικαίωμα παραμονής στο κράτος μέλος εν αναμονή της έκβασης της προσφυγής δεν προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο. 7. Η παράγραφος 6 εφαρμόζεται μόνο στις διαδικασίες του άρθρου 43 εφόσον: α) ο αιτών έχει την απαραίτητη συνδρομή διερμηνέα και νομική συνδρομή και προθεσμία τουλάχιστον μιας εβδομάδας ώστε να προετοιμάσει την αίτηση και να υποβάλει στο δικαστήριο τα επιχειρήματα υπέρ της αναγνώρισης του δικαιώματος παραμονής του στο έδαφος του κράτους μέλους, εν αναμονή της έκβασης της προσφυγής· και β) στο πλαίσιο της εξέτασης του αιτήματος της παραγράφου 6, το δικαστήριο εξετάζει τα πραγματικά και νομικά ζητήματα της αρνητικής απόφασης της αποφαινόμενης αρχής. Εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων α) και β), εφαρμόζεται η παράγραφος 5. 8. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στον αιτούντα να παραμείνει στο έδαφός τους εν αναμονή της έκβασης της διαδικασίας σχετικά με το εάν ο αιτών δύναται ή όχι να παραμείνει στο έδαφος που αναφέρεται στις παραγράφους 6 και 7. 9. Οι παράγραφοι 5, 6 και 7 ισχύουν με την επιφύλαξη του άρθρου 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013. 10. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν προθεσμίες για την εξέταση της απόφασης της αποφαινόμενης αρχής από το δικαστήριο σύμφωνα με την παράγραφο 1. 11. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν στην εθνική νομοθεσία τους όρους σύμφωνα με τους οποίους να μπορεί να τεκμαίρεται ότι ο αιτών ανακάλεσε σιωπηρά ή παραιτήθηκε από την προσφυγή του σύμφωνα με την παράγραφο 1 καθώς και τους κανόνες για τη διαδικασία που ακολουθείται σε αυτές τις περιπτώσεις. ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Άρθρο 47 Προσβολή εκ μέρους των δημόσιων αρχών Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τη δυνατότητα των δημόσιων αρχών να προσβάλλουν τις διοικητικές και/ή δικαστικές αποφάσεις όπως προβλέπεται στην εθνική νομοθεσία. Άρθρο 48 Απόρρητο Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές που εφαρμόζουν την παρούσα οδηγία να δεσμεύονται από την αρχή του απορρήτου, όπως ορίζεται στην εθνική νομοθεσία, σε σχέση με οιαδήποτε πληροφορία λαμβάνουν στο πλαίσιο της εργασίας τους. Άρθρο 49 Συνεργασία Κάθε κράτος μέλος ορίζει εθνικό σημείο επαφής και ανακοινώνει τη διεύθυνσή του στην Επιτροπή. Η Επιτροπή ανακοινώνει την πληροφορία αυτή και στα υπόλοιπα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη, σε συνεννόηση με την Επιτροπή, λαμβάνουν κάθε πρόσφορο μέτρο για την καθιέρωση άμεσης συνεργασίας και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Όταν καταφεύγουν στη χρήση των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 5, στο άρθρο 14 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο και στο άρθρο 31 παράγραφος 3 στοιχείο β), τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή μόλις παύσουν να συντρέχουν οι λόγοι εφαρμογής των εν λόγω έκτακτων μέτρων και τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει, ει δυνατόν, δεδομένα σχετικά με το ποσοστό των αιτήσεων για τις οποίες εφαρμόσθηκαν παρεκκλίσεις επί του συνολικού αριθμού αιτήσεων που έγιναν αντικείμενο επεξεργασίας κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Άρθρο 50 Υποβολή εκθέσεων Το αργότερο την 20ή Ιουλίου 2017, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στα κράτη μέλη και προτείνει τις τυχόν τροποποιήσεις που είναι αναγκαίες. Τα κράτη μέλη αποστέλλουν στην Επιτροπή όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που είναι χρήσιμα για την κατάρτιση της έκθεσής της. Μετά την υποβολή της έκθεσης, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στα κράτη μέλη τουλάχιστον ανά πενταετία. Στο πλαίσιο της πρώτης έκθεσης, η Επιτροπή παρέχει, ιδίως, στοιχεία για την εφαρμογή του άρθρου 17 και τα διάφορα μέσα που χρησιμοποιούνται σχετικά με την υποβολή εκθέσεων για την προσωπική συνέντευξη. Άρθρο 51 Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο 1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με τα άρθρα 1 έως 30, το άρθρο 31 παράγραφοι 1, 2 και 6 έως 9, τα άρθρα 32 έως 46, τα άρθρα 49 και 50 και το παράρτημα I έως τις 20 Ιουλίου 2015 το αργότερο. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο αυτών των μέτρων. 2. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με το άρθρο 31 παράγραφοι 3, 4 και 5 έως τις 20 Ιουλίου 2018. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των μέτρων αυτών. 3. Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις διατάξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη έκδοσή τους. Οι εν λόγω διατάξεις περιλαμβάνουν επίσης δήλωση που διευκρινίζει ότι οι παραπομπές στην οδηγία που καταργείται από την παρούσα οδηγία, οι οποίες περιέχονται στις ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος αυτής της παραπομπής και της διατύπωσης αυτής της δήλωσης καθορίζεται από τα κράτη μέλη. 4. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των βασικών διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία. Άρθρο 52 Μεταβατικές διατάξεις Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 51 παράγραφος 1 στις αιτήσεις διεθνούς προστασίας που κατατίθενται και στις διαδικασίες ανάκλησης διεθνούς προστασίας που κινούνται μετά την 20ή Ιουλίου 2015 ή σε προηγούμενη ημερομηνία. Αιτήσεις που υποβάλλονται πριν από την 20ή Ιουλίου 2015 και διαδικασίες για την ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα που κινούνται πριν από την εν λόγω ημερομηνία διέπονται από τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίσθηκαν δυνάμει της οδηγίας 2005/85/ΕΚ. Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 51 παράγραφος 2 στις αιτήσεις διεθνούς προστασίας που κατατίθενται μετά την 20ή Ιουλίου 2018 ή σε προηγούμενη ημερομηνία. Αιτήσεις που υποβάλλονται πριν από την εν λόγω ημερομηνία διέπονται από τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίσθηκαν δυνάμει της οδηγίας 2005/85/ΕΚ. Άρθρο 53 Κατάργηση Η οδηγία 2005/85/ΕΚ καταργείται για τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την παρούσα οδηγία από την 21η Ιουλίου 2015, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά την προθεσμία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας που εμφαίνεται στο παράρτημα II μέρος B. Οι παραπομπές στην καταργούμενη οδηγία θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο παράρτημα III. Άρθρο 54 Έναρξη ισχύος και εφαρμογή Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα άρθρα 47 και 48 εφαρμόζονται από την 21ή Ιουλίου 2015. Άρθρο 55 Αποδέκτες Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες. Βρυξέλλες, 26 Ιουνίου 2013.
multi_eurlex
107,057
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1147/2013 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 14ης Νοεμβρίου 2013 σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1121/2009 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009 του Συμβουλίου όσον αφορά το καθεστώς ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης για τους γεωργούς στην Κύπρο Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 73/2009 του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης για τους γεωργούς στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1290/2005, (ΕΚ) αριθ. 247/2006, (ΕΚ) αριθ. 378/2007 και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 (1), και ιδίως το άρθρο 142 στοιχείο ε), Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Το άρθρο 124 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009 θεσπίζει τους κανόνες καθορισμού της γεωργικής έκτασης στα νέα κράτη μέλη σύμφωνα με το καθεστώς της ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 122 του κανονισμού αυτού. (2) Σύμφωνα με το άρθρο 89 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1121/2009 της Επιτροπής (2), οι γεωργικές εκτάσεις για την Κύπρο αναφέρονται στο παράρτημα VIII του κανονισμού αυτού. (3) Με επιστολή της 13ης Αυγούστου 2013, η Κύπρος πληροφόρησε την Επιτροπή ότι επανεξέτασε τη χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση που είναι επιλέξιμη για το καθεστώς ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 124 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009. Στην επανεξέταση λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι πολλοί παραγωγοί εγκατέλειψαν την καλλιεργούμενη γη τους τα τελευταία έτη, μετά από ακραίες καιρικές συνθήκες την περίοδο 2006-2009, που εκδηλώθηκαν με σημαντικές περιόδους ξηρασίας και λειψυδρίας σε σχέση με αρδευτικά συστήματα, σοβαρές επιπτώσεις για την ακεραιότητα του δικτύου των φραγμάτων στην Κύπρο. Κατά συνέπεια, η συνολική έκταση για την οποία ζητείται ενιαία στρεμματική ενίσχυση από το 2007, γεγονός που αποδεικνύει τον μόνιμο χαρακτήρα της εγκατάλειψης της εν λόγω γης και δικαιολογεί την επανεξέταση της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης. Επιπλέον, η επανεξέταση προκύπτει από την πείρα που αποκτήθηκε πρόσφατα από τον έλεγχο των προϋποθέσεων επιλεξιμότητας για την ενιαία στρεμματική ενίσχυση στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης, ο οποίος οδήγησε σε επικαιροποίηση του συστήματος αναγνώρισης των αγροτεμαχίων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009, και απέδειξε ότι η χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση η οποία διατηρούνταν σε καλή γεωργική κατάσταση στις 30 Ιουνίου 2003, ήταν μικρότερη από την προηγουμένως τιμηθείσα. Συνεπώς, η γεωργική έκταση για το καθεστώς ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης πρέπει να μειωθεί σε 127 000 εκτάρια. (4) Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1121/2009 πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως. (5) Η προτεινόμενη με τον παρόντα κανονισμό τροποποίηση πρέπει να εφαρμόζεται στις αιτήσεις ενίσχυσης που αρχίζουν από το ημερολογιακό έτος 2013. (6) Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης άμεσων ενισχύσεων, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: Άρθρο 1 Στο παράρτημα VIII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1121/2009, η γραμμή σχετικά με την Κύπρο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Κύπρος 127» Άρθρο 2 Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται στις αιτήσεις ενίσχυσης από το ημερολογιακό έτος 2013. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Βρυξέλλες, 14 Νοεμβρίου 2013.
multi_eurlex
3,323
ΑΠΌΦΑΣΗ 2014/129/ΚΕΠΠΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 10ης Μαρτίου 2014 για την προώθηση του ευρωπαϊκού δικτύου ανεξάρτητων κέντρων μελετών για τη Μη Διάδοση προς υποστήριξη της εφαρμογής της στρατηγικής της ΕΕ κατά της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο 26 παράγραφος 2 και το άρθρο 31 παράγραφος 1, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Στις 12 Δεκεμβρίου 2003, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θέσπισε τη στρατηγική της ΕΕ κατά της διάδοσης των όπλων μαζικής καταστροφής (στο εξής «Στρατηγική της ΕΕ για τη μη διάδοση των ΟΜΚ»), το κεφάλαιο ΙΙΙ της οποίας περιέχει κατάλογο μέτρων που πρέπει να ληφθούν τόσο εντός της Ένωσης όσο και σε τρίτες χώρες για την καταπολέμηση της διάδοσης αυτής. (2) Η Ένωση εφαρμόζει ενεργώς την στρατηγική της ΕΕ για τη μη διάδοση των ΟΜΚ καθώς και τα μέτρα που απαριθμούνται στο κεφάλαιο ΙΙΙ αυτής, μεταξύ άλλων την ανάπτυξη των αναγκαίων δομών εντός της Ένωσης. (3) Στις 8 Δεκεμβρίου 2008, το Συμβούλιο ενέκρινε συμπεράσματα και ένα έγγραφο με τίτλο «Νέες γραμμές δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την καταπολέμηση της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής και των φορέων τους» (στο εξής «Νέες γραμμές δράσης»), στο οποίο διαπιστώνεται ότι η διάδοση ΟΜΚ αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες απειλές για την ασφάλεια και δηλώνεται ότι η πολιτική της Μη Διάδοσης συνιστά ουσιαστικό μέρος της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ). (4) Στις Νέες γραμμές δράσης, το Συμβούλιο καλεί τις αρμόδιες συνθέσεις και ομάδες του Συμβουλίου, την Επιτροπή, άλλα θεσμικά όργανα και τα κράτη μέλη να δώσουν συγκεκριμένη συνέχεια στο έγγραφο αυτό. (5) Στις Νέες γραμμές δράσης, το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι η δράση της «Ενωσης για την πρόληψη της διάδοσης θα μπορούσε να χρησιμοποιεί επωφελώς την υποστήριξη που παρέχει ένα μη κυβερνητικό δίκτυο για τη Μη Διάδοση, το οποίο να συγκεντρώνει ινστιτούτα εξωτερικής πολιτικής και ερευνητικά κέντρα ειδικευμένα σε στρατηγικούς τομείς της'Ενωσης, ενώ ταυτόχρονα θα αξιοποιεί ήδη υπάρχοντα χρήσιμα δίκτυα. Ένα τέτοιο δίκτυο θα μπορούσε να επεκταθεί και σε ινστιτούτα τρίτων χωρών με τις οποίες η »Ενωση διεξάγει ειδικούς διαλόγους για θέματα μη διάδοσης. (6) Στις 15 και 16 Δεκεμβρίου 2005, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε τη στρατηγική της ΕΕ για την καταπολέμηση της παράνομης συσσώρευσης και διακίνησης φορητών όπλων, ελαφρού οπλισμού και των πυρομαχικών τους (στο εξής «στρατηγική SALW της ΕΕ»), η οποία θέτει τις κατευθυντήριες γραμμές για τη δράση της Ενωσης στον τομέα των φορητών όπλων, του ελαφρού οπλισμού και των πυρομαχικών τους («SALW»). Η στρατηγική SALW της ΕΕ εκτιμά ότι η παράνομη συσσώρευση και το λαθρεμπόριο SALW και των πυρομαχικών τους συνιστούν σοβαρή απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. (7) Μεταξύ των στόχων της στρατηγικής SALW της ΕΕ συγκαταλέγεται η ανάγκη ενθάρρυνσης μιας αποτελεσματικής πολυμερούς προσέγγισης για την ανάπτυξη διεθνών, περιφερειακών και ενωσιακών μηχανισμών, καθώς και μηχανισμών στα κράτη μέλη της, κατά της προμήθειας και της αποσταθεροποιητικής διάδοσης των SALW και των πυρομαχικών τους. (8) Στις 26 Ιουλίου 2010, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2010/430/ΚΕΠΠΑ (1) που θέσπισε ευρωπαϊκό δίκτυο ανεξάρτητων κέντρων μελετών κατά της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής και προβλέπει ότι η τεχνική εφαρμογή της εν λόγω απόφασης θα πραγματοποιηθεί από Κοινοπραξία Μη Διάδοσης της ΕΕ (εφεξής « Κοινοπραξία»). (9) Η επιλογή της Κοινοπραξίας ως μόνου δικαιούχου επιχορήγησης στην περίπτωση αυτή αιτιολογείται από τη βούληση της 'Ενωσης, στηριζόμενης από τα κράτη μέλη της, να συνεχίσει μια καρποφόρα συνεργασία με ένα δίκτυο κέντρων μελετών που συμβάλλει στη δημιουργία μιας κοινής ευρωπαϊκής νοοτροπίας για τη μη διάδοση και τον αφοπλισμό και βοηθά την «Ενωση να αναπτύξει και να χαράξει τις πολιτικές της σε αυτούς τους τομείς και να αυξήσει την προβολή της. Η ίδια η φύση της Κοινοπραξίας, η οποία οφείλει την ύπαρξή της στην 'Ενωση και εξαρτάται απόλυτα από την στήριξη της »Ενωσης, απαιτεί χρηματοδότηση 100 %. Η Κοινοπραξία δεν έχει ανεξάρτητους οικονομικούς πόρους ούτε νομική ικανότητα να συλλέξει άλλα κονδύλια. Επί πλέον η Κοινοπραξία δημιούργησε πέρα από τα τέσσερα διαχειριστικά κέντρα μελετών ένα δίκτυο που συγκεντρώνει περισσότερα από εξήντα κέντρα μελετών και κέντρα ερευνών τα οποία συνδυάζουν ολόκληρη σχεδόν τη μη κυβερνητική εμπειρογνωμοσύνη στην'Ενωση. (10) Μέχρι σήμερα η Κοινοπραξία έχει διοργανώσει δύο σεμινάρια εμπειρογνωμόνων της 'Ενωσης, στις Βρυξέλλες τον Μάιο 2011και τον Ιούνιο 2013, και δύο μείζονος σημασίας διεθνείς διασκέψεις για τη Μη Διάδοση, στις Βρυξέλλες τον Φεβρουάριο 2012και τον Σεπτέμβριο/Οκτώβριο 2013, ενώ προσέτι τριάντα ένα έγγραφα αναφοράς αποκλειστικού περιεχομένου δημοσιεύθηκαν στο δικτυακό τόπο της Κοινοπραξίας. Ο δικτυακός τόπος δρομολογήθηκε την άνοιξη του 2011 και επικαιροποιείται έκτοτε τακτικά, μεταξύ άλλων μέσω της δημοσίευσης διμηνιαίου ηλεκτρονικού ενημερωτικού δελτίου: nonproliferation.eu. Περισσότερα από εξήντα ευρωπαϊκά ανεξάρτητα κέντρα μελετών έχουν προσχωρήσει στο δίκτυο της Κοινοπραξίας από την έναρξη λειτουργίας της. (11) Με τις αποφάσεις 2010/799/ΚΕΠΠΑ (2) και 2012/422/ΚΕΠΠΑ (3) του Συμβουλίου, η Κοινοπραξία ανέλαβε τη διοργάνωση δύο σεμιναρίων «Για την προώθηση της δημιουργίας εμπιστοσύνης και προς στήριξη μιας διαδικασίας με σκοπό τη δημιουργία ζώνης απαλλαγμένης από όπλα μαζικής καταστροφής (ΟΜΚ) και τους φορείς τους στη Μέση Ανατολή», τα οποία πραγματοποιήθηκαν στις Βρυξέλλες τον Ιούλιο 2011 και τον Νοέμβριο 2012. Περαιτέρω, με την απόφαση 2013/43/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου (4), η Κοινοπραξία ανέλαβε τη διοργάνωση δύο κλειστών σεμιναρίων με τα οποία κατέστη εφικτή η αίσια ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για μια Συνθήκη για το διεθνές εμπόριο όπλων στη Διάσκεψη του ΟΗΕ του Μαρτίου 2013, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ: Άρθρο 1 1. Για τους σκοπούς της συμβολής στην ενισχυμένη εφαρμογή της στρατηγικής της ΕΕ για τη Μη Διάδοση των ΟΜΚ, που βασίζεται στις αρχές της αποτελεσματικής πολυμερούς προσέγγισης, της πρόληψης και της συνεργασίας με τρίτες χώρες, η συνεχής προώθηση και στήριξη των δραστηριοτήτων του Ευρωπαϊκού δικτύου των ανεξάρτητων κέντρων μελετών για τη Μη Διάδοση παρατείνεται για 3 έτη, για την προώθηση των ακόλουθων στόχων: α) Ενθάρυνση του διαλόγου επί θεμάτων πολιτικής και ασφάλειας και η μακροπρόθεσμη συζήτηση μέτρων για την καταπολέμηση της διάδοσης ΟΜΚ και των φορέων τους, μέσα στις κοινωνίες των πολιτών, και ιδίως μεταξύ εμπειρογνωμόνων, ερευνητών και πανεπιστημιακών, β) παροχή στους συμμετέχοντες στα αρμόδια προπαρασκευαστικά όργανα του Συμβουλίου της δυνατότητας να συμβουλεύονται το δίκτυο για ζητήματα σχετικά με τη Μη Διάδοση, και οι εκπρόσωποι των κρατών μελών να μπορούν να μετέχουν στις συνεδριάσεις του δικτύου, γ) να αποτελέσει χρήσιμο σκαλοπάτι για δράση της 'Ενωσης και της διεθνούς κοινότητας για τη Μη Διάδοση, ιδίως με υποβολή εκθέσεων και/ή συστάσεων στους αντιπροσώπους του Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (ΥΕ), δ) συμβολή στην αυξημένη συνειδητοποίηση, εκ μέρους τρίτων χωρών, τόσο της απειλής που συνιστά η διάδοση όσο και της ανάγκης για συνεργασία με την Ένωση και στο πλαίσιο πολυμερών φόρουμ, ιδίως του ΟΗΕ, με σκοπό την πρόληψη, την αποτροπή, τη διακοπή και, ει δυνατόν, την κατάργηση προγραμμάτων διάδοσης που εμπνέουν ανησυχία παγκοσμίως, ε) συμβολή στην ανάπτυξη εμπειρογνωμοσύνης και θεσμικής ικανότητας σε θέματα Μη Διάδοσης και αφοπλισμού από κέντρα μελετών και κυβερνήσεις στην Ένωση και σε τρίτες χώρες. 2. Υπό το πρίσμα της στρατηγικής SALW της ΕΕ, το πεδίο δραστηριότητας του ευρωπαϊκού δικτύου ανεξάρτητων κέντρων μελετών για τη Μη Διάδοση δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση θεμάτων σχετικών με τις απειλές που προκαλεί η διάδοση των ΟΜΚ και των φορέων τους, αλλά καλύπτει και θέματα σχετικά με συμβατικά όπλα, συμπεριλαμβανομένων των SALW. Η υπαγωγή των συμβατικών όπλων στο πεδίο δραστηριότητας του δικτύου θα παράσχει ένα εξαιρετικό εργαλείο για διάλογο και συστάσεις για δράση της «Ενωσης στον τομέα αυτόν, στο πλαίσιο της υλοποίησης της στρατηγικής SALW της ΕΕ και της πολιτικής της »Ενωσης όσον αφορά τα συμβατικά όπλα. 3. Στο πλαίσιο αυτό, τα σχέδια προς υποστήριξη από την Ένωση καλύπτουν τις ακόλουθες συγκεκριμένες δραστηριότητες: α) Παροχή μέσων για τη διοργάνωση τριών ετήσιων συμβουλευτικών συνεδριάσεων και έως επτά σεμιναρίων ad-hoc για εμπειρογνώμονες και επαγγελματίες σχετικά με το πλήρες φάσμα των θεμάτων Μη Διάδοσης και αφοπλισμού που καλύπτει τόσο τα μη συμβατικά όσο και τα συμβατικά όπλα, με σκοπό την υποβολή εκθέσεων και/ή συστάσεων στους εκπροσώπους του ΥΕ, β) ίδρυση μιας υπηρεσίας βοηθείας στο πλαίσιο της Κοινοπραξίας που να παρέχει εμπειρογνωμοσύνη ad-hoc για ζητήματα συναφή με το πλήρες φάσμα των θεμάτων Μη Διάδοσης και αφοπλισμού που καλύπτει τόσο τα μη συμβατικά όσο και τα συμβατικά όπλα, και η οποία να δίνει απαντήσεις εντός δύο εβδομάδων, γ) παροχή μέσων για την πραγματοποίηση τριών μείζονος σημασίας ετησίων διασκέψεων με τρίτες χώρες και την κοινωνία των πολιτών σχετικά με τη Μη Διάδοση και τον αφοπλισμό ώστε να προωθηθεί διεθνώς η στρατηγική της ΕΕ για τη Μη Διάδοση ΟΜΚ και η στρατηγική SALW της ΕΕ, καθώς και σχετικά με τον ρόλο που διαδραματίζουν στο πεδίο αυτό τα θεσμικά όργανα της «Ενωσης και τα κέντρα μελετών στην 'Ενωση, με σκοπό την προβολή των πολιτικών της »Ενωσης στον τομέα αυτόν και την υποβολή εκθέσεων και/ή συστάσεων στους εκπροσώπους του ΥΕ, δ) παροχή των μέσων διαχείρισης και ανάπτυξης μιας διαδικτυακής πλατφόρμας για τη διευκόλυνση των επαφών και την ενίσχυση του ερευνητικού διαλόγου εντός του δικτύου των κέντρων μελέτης που αναλύουν θέματα πρόληψης της διάδοσης ΟΜΚ και συμβατικών όπλων, μεταξύ άλλων SALW, καθώς και εκπαίδευση της νέας γενιάς εμπειρογνωμόνων σε θέματα Μη Διάδοσης και αφοπλισμού, ε) παροχή μέσων ευαισθητοποίησης και ανάπτυξης εμπειρογνωμοσύνης και θεσμικής ικανότητας για θέματα Μη Διάδοσης σε κέντρα μελετών και σε κυβερνήσεις στην Ένωση και τρίτες χώρες, στ) εξέταση θεμάτων που προτείνουν τα κράτη μέλη και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), στο πλαίσιο των συνολικών ερευνητικών δραστηριοτήτων της Κοινοπραξίας. Στο Παράρτημα περιέχεται διεξοδική περιγραφή των σχεδίων. Άρθρο 2 1. Ο ΥΕ είναι υπεύθυνος για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης. 2. Η τεχνική υλοποίηση των σχεδίων που καλύπτουν τις αναφερόμενες στο άρθρο 1 παράγραφος 3 δραστηριότητες αναλαμβάνεται από την «Κοινοπραξία της ΕΕ για τη Μη Διάδοση», που βασίζεται στα ιδρύματα «La Fondation pour la Recherche Stratégique» (FRS), «Peace Research Institute Frankfurt» (HSFK/PRIF), «International Institute for Strategic Studies» (IISS) και «Stockholm International Peace Research Institute» (SIPRI). Η Κοινοπραξία επιτελεί αυτό το καθήκον, υπό την ευθύνη του ΥΕ. Προς τούτο, ο ΥΕ συνομολογεί τις απαραίτητες ρυθμίσεις με την Κοινοπραξία. 3. Τα κράτη μέλη και ΕΥΕΔ προτείνουν προτεραιότητες και θέματα ειδικού ενδιαφέροντος προς αξιολόγηση στο πλαίσιο των ερευνητικών προγραμμάτων της Κοινοπραξίας, που θα εξετάζονται σε έγγραφα εργασίας και σεμινάρια, σύμφωνα με τις πολιτικές της'Ενωσης. Άρθρο 3 1. Το ποσό δημοσιονομικής αναφοράς για την εκτέλεση των σχεδίων που καλύπτουν τις αναφερόμενες στο άρθρο 1 παράγραφος 3 δραστηριότητες ανέρχεται σε.3 600 000 EUR. 2. Η διαχείριση των δαπανών που χρηματοδοτούνται από το ποσό το οποίο ορίζεται στην παράγραφο 1 υπάγεται στις διαδικασίες και τους κανόνες που ισχύουν για τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης. 3. Η Επιτροπή επιβλέπει την ορθή διαχείριση των δαπανών που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Προς τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή συνάπτει χρηματοδοτική συμφωνία με την Κοινοπραξία. Η χρηματοδοτική συμφωνία ορίζει ότι η Κοινοπραξία εξασφαλίζει προβολή της συνεισφοράς της 'Ενωσης, αντίστοιχη με το ύψος της. 4. Η Επιτροπή επιδιώκει να συνάψει τη χρηματοδοτική συμφωνία της παραγράφου 3, το ταχύτερο δυνατό μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης. Ενημερώνει το Συμβούλιο για τυχόν δυσκολίες που θα ανακύψουν κατά τη διαδικασία αυτή καθώς και για την ημερομηνία σύναψης της συμφωνίας. Άρθρο 4 1. Ο ΥΕ υποβάλλει στο Συμβούλιο έκθεση για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης, βάσει τακτικών εκθέσεων που εκπονεί η Κοινοπραξία. Οι εν λόγω εκθέσεις αποτελούν τη βάση της αξιολόγησης που πραγματοποιεί το Συμβούλιο. 2. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση επί των δημοσιονομικών πτυχών των σχεδίων που προβλέπονται στο άρθρο 1 παράγραφος 3. Άρθρο 5 1. Η παρούσα απόφαση τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία της έκδοσής της. 2. Η παρούσα απόφαση λήγει 36 μήνες μετά την ημερομηνία σύναψης της χρηματοδοτικής συμφωνίας που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 3. Ωστόσο, λήγει έξι μήνες μετά την ημερομηνία της έναρξης ισχύος της, εφόσον δεν έχει συναφθεί χρηματοδοτική συμφωνία έως τότε. Βρυξέλλες, 10 Μαρτίου 2014.
multi_eurlex
11,243
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 27ης Ιανουαρίου 2014 που επιβεβαιώνει τη συμμετοχή της Ελλάδας σε ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό (2014/39/ΕΕ) Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 328 παράγραφος 1 και το άρθρο 331 παράγραφος 1, Έχοντας υπόψη την απόφαση 2010/405/ΕΕ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2010, για την έγκριση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό (1), Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1259/2010 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2010, για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό (2), Έχοντας υπόψη την κοινοποίηση που υπέβαλε η Ελλάδα για την πρόθεσή της να συμμετάσχει σε ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Στις 12 Ιουλίου 2010, το Συμβούλιο αποφάσισε να εγκρίνει την ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ Βελγίου, Βουλγαρίας, Γερμανίας, Ισπανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Λετονίας, Λουξεμβούργου, Ουγγαρίας, Μάλτας, Αυστρίας, Πορτογαλίας, Ρουμανίας, και Σλοβενίας στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό. (2) Στις 20 Δεκεμβρίου 2010, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1259/2010 για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό. (3) Το Συμβούλιο εξέδωσε στις 21 Νοεμβρίου 2012 την απόφαση 2012/714/ΕΕ για την έγκριση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό (3). (4) Η Ελλάδα κοινοποίησε την πρόθεσή της να συμμετάσχει σε ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό, με επιστολή της 14ης Οκτωβρίου 2013, η οποία πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 15 Οκτωβρίου 2013. (5) Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ούτε η απόφαση 2010/405/ΕΕ ούτε ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1259/2010 δεν προσδιορίζουν συγκεκριμένους όρους συμμετοχής σε ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό και ότι η συμμετοχή της Ελλάδας θα πρέπει να ενισχύσει τα οφέλη αυτής της ενισχυμένης συνεργασίας. (6) Η συμμετοχή της Ελλάδας σε ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό θα πρέπει, συνεπώς, να επιβεβαιωθεί. (7) Η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει μεταβατικά μέτρα για την Ελλάδα αναγκαία για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1259/2010. (8) Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1259/2010 θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει στην Ελλάδα από την επομένη της δημοσίευσης της παρούσας απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ: Άρθρο 1 Συμμετοχή της Ελλάδας σε ενισχυμένη συνεργασία 1. Επιβεβαιώνεται η συμμετοχή της Ελλάδας σε ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό η οποία έχει εγκριθεί με την απόφαση 2010/405/ΕΕ. 2. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1259/2010 εφαρμόζεται στην Ελλάδα σύμφωνα με την παρούσα απόφαση. Άρθρο 2 Πληροφορίες που πρέπει να παράσχει η Ελλάδα Έως τις 29 Οκτωβρίου 2014 η Ελλάδα ανακοινώνει στην Επιτροπή τις εθνικές διατάξεις, εάν υπάρχουν, σχετικά με: α) τις τυπικές προϋποθέσεις που ισχύουν για τις συμφωνίες με αντικείμενο την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφοι 2 έως 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1259/2010· και β) τη δυνατότητα προσδιορισμού του εφαρμοστέου δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1259/2010. Άρθρο 3 Μεταβατικές διατάξεις για την Ελλάδα 1. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1259/2010 εφαρμόζεται στην Ελλάδα μόνο όσον αφορά αγωγές οι οποίες υποβάλλονται και στις συμφωνίες κατά την έννοια του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1259/2010 που συνάπτονται από τις 29 Ιουλίου 2015. Ωστόσο, εφαρμόζεται επίσης στην Ελλάδα συμφωνία με αντικείμενο την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου η οποία έχει συναφθεί πριν από τις 29 Ιουλίου 2015, υπό την προϋπόθεση ότι συνάδει με τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1259/2010. 2. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1259/2010 εφαρμόζεται στην Ελλάδα με την επιφύλαξη των συμφωνιών με αντικείμενο την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου οι οποίες έχουν συναφθεί σύμφωνα με το δίκαιο του συμμετέχοντος κράτους μέλους του οποίου δικαστήριο έχει επιληφθεί πριν από τις 29 Ιουλίου 2015. Άρθρο 4 Έναρξη ισχύος και ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1259/2010 στην Ελλάδα Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1259/2010 αρχίζει να ισχύει στην Ελλάδα από την επομένη της δημοσίευσης της παρούσας απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1259/2010 αρχίζει να εφαρμόζεται στην Ελλάδα από τις 29 Ιουλίου 2015. Άρθρο 5 Έναρξη ισχύος Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βρυξέλλες, 27 Ιανουαρίου 2014.
multi_eurlex
4,431
ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1325/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 10ης Δεκεμβρίου 2014 για τη θέσπιση απαγόρευσης της αλιείας γάδου στο Skagerrak από σκάφη που φέρουν σημαία Σουηδίας Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2009, περί θεσπίσεως κοινοτικού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής (1), και ιδίως το άρθρο 36 παράγραφος 2, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 43/2014 του Συμβουλίου (2) καθορίζει ποσοστώσεις για το 2014. (2) Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έλαβε η Επιτροπή, τα αλιεύματα του αποθέματος το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού από σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στο κράτος μέλος που αναφέρεται σε αυτό έχουν εξαντλήσει την ποσόστωση που έχει κατανεμηθεί για το 2014. (3) Ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η απαγόρευση των αλιευτικών δραστηριοτήτων για το εν λόγω απόθεμα, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: Άρθρο 1 Εξάντληση ποσόστωσης Η αλιευτική ποσόστωση που κατανεμήθηκε στο κράτος μέλος το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού σχετικά με το απόθεμα που αναφέρεται σε αυτό για το 2014 θεωρείται ότι έχει εξαντληθεί από την ημερομηνία που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα. Άρθρο 2 Απαγορεύσεις Οι αλιευτικές δραστηριότητες για το απόθεμα που αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού από σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία του κράτους μέλους το οποίο αναφέρεται στο εν λόγω παράρτημα ή είναι νηολογημένα σε αυτό απαγορεύονται από την ημερομηνία που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα. Απαγορεύεται ειδικότερα η διατήρηση επί του σκάφους, η μετατόπιση, η μεταφόρτωση ή η εκφόρτωση ιχθύων από το υπόψη απόθεμα οι οποίοι έχουν αλιευθεί από τα σκάφη αυτά μετά την εν λόγω ημερομηνία. Άρθρο 3 Έναρξη ισχύος Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της ημέρας δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Βρυξέλλες, 10 Δεκεμβρίου 2014.
multi_eurlex
1,883
ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2015/122 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 22ας Ιανουαρίου 2015 για τη θέσπιση απαγόρευσης της αλιείας κοκκινόψαρου στα ενωσιακά ύδατα και στα διεθνή ύδατα της ζώνης V, και στα διεθνή ύδατα των ζωνών XII και XIV από σκάφη που φέρουν σημαία Γερμανίας Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2009, περί θεσπίσεως κοινοτικού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής (1), και ιδίως το άρθρο 36 παράγραφος 2, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 43/2014 του Συμβουλίου (2) καθορίζει ποσοστώσεις για το 2014. (2) Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έλαβε η Επιτροπή, τα αλιεύματα του αποθέματος το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, από σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στο κράτος μέλος που αναφέρεται σε αυτό, έχουν εξαντλήσει την ποσόστωση που έχει κατανεμηθεί για το 2014. (3) Ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η απαγόρευση των αλιευτικών δραστηριοτήτων για το εν λόγω απόθεμα, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: Άρθρο 1 Εξάντληση ποσόστωσης Η αλιευτική ποσόστωση που κατανεμήθηκε στο κράτος μέλος, το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, σχετικά με το απόθεμα που αναφέρεται σε αυτό για το 2014, θεωρείται ότι έχει εξαντληθεί από την ημερομηνία που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα. Άρθρο 2 Απαγορεύσεις Η αλιεία του αποθέματος που αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού από σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στο κράτος μέλος το οποίο αναφέρεται επίσης σε αυτό απαγορεύεται από την ημερομηνία που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα. Απαγορεύεται ειδικότερα η διατήρηση επί του σκάφους, η μετατόπιση, η μεταφόρτωση ή η εκφόρτωση ιχθύων από το υπόψη απόθεμα οι οποίοι έχουν αλιευθεί από τα σκάφη αυτά μετά την εν λόγω ημερομηνία. Άρθρο 3 Έναρξη ισχύος Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Βρυξέλλες, 22 Ιανουαρίου 2015.
multi_eurlex
1,922
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 22ας Ιουλίου 2013 για τον καθορισμό της ημερομηνίας έναρξης παραγωγής αποτελεσμάτων της απόφασης 2008/633/ΔΕΥ σχετικά με την πρόσβαση στο Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) των εντεταλμένων αρχών των κρατών μελών καθώς και της Ευρωπόλ, προς αναζήτηση δεδομένων για την πρόληψη, εξακρίβωση και διερεύνηση τρομοκρατικών πράξεων και άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων (2013/392/ΕΕ) ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Έχοντας υπόψη την απόφαση 2008/633/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008, σχετικά με την πρόσβαση στο Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) των εντεταλμένων αρχών των κρατών μελών καθώς και της Ευρωπόλ, προς αναζήτηση δεδομένων για την πρόληψη, εξακρίβωση και διερεύνηση τρομοκρατικών πράξεων και άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων (1), και ιδίως το άρθρο 18 παράγραφος 2, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Η απόφαση 2008/633/ΔΕΥ προβλέπει ότι παράγει αποτελέσματα από την ημερομηνία που θα καθορισθεί από το Συμβούλιο, μόλις η Επιτροπή ενημερώσει το Συμβούλιο ότι έχει τεθεί σε ισχύ και εφαρμόζεται πλήρως ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 767/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) και την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ κρατών μελών για τις θεωρήσεις μικρής διάρκειας (Κανονισμός VIS) (2). (2) Με την επιστολή της 2ας Ιουλίου 2013, η Επιτροπή ενημέρωσε το Συμβούλιο, ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 767/2008 έχει τεθεί σε ισχύ και εφαρμόζεται πλήρως από τις 27 Σεπτεμβρίου 2011. (3) Όσον αφορά την Ισλανδία και τη Νορβηγία, η παρούσα απόφαση συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν κατά την έννοια της συμφωνίας που συνήφθη από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας σχετικά με τη σύνδεση των εν λόγω χωρών προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την περαιτέρω ανάπτυξη του κεκτημένου Σένγκεν (3), οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα του άρθρου 1 σημείο Η της απόφασης 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της συμφωνίας αυτής (4). (4) Όσον αφορά την Ελβετία, η παρούσα απόφαση αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν κατά την έννοια της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (5), οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα του άρθρου 1 σημείο Η της απόφασης 1999/437/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου (6). (5) Όσον αφορά το Λιχτενστάιν, η παρούσα απόφαση αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν κατά την έννοια του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (7), οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα του άρθρου 1 σημείο Η της απόφασης 1999/437/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2011/350/ΕΕ του Συμβουλίου (8). (6) Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου (αριθ. 22) για τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση της παρούσας απόφασης και δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της. Δεδομένου ότι η παρούσα απόφαση αναπτύσσει περαιτέρω το κεκτημένο του Σένγκεν, η Δανία, σύμφωνα με το άρθρο 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, αποφασίζει, εντός εξαμήνου από τη θέσπιση της παρούσας απόφασης από το Συμβούλιο, εάν θα τη μεταφέρει στο εθνικό της δίκαιο. (7) Η παρούσα απόφαση συνιστά ανάπτυξη διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, στην οποία το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχει, σύμφωνα με την απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, σχετικά με το αίτημα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (9). Ως εκ τούτου, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχει στη θέσπιση της παρούσας απόφασης και δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της. (8) Η παρούσα απόφαση συνιστά ανάπτυξη διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν, στην οποία η Ιρλανδία δεν συμμετέχει, σύμφωνα με την απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με το αίτημα της Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (10). Επομένως, η Ιρλανδία δεν συμμετέχει στη θέσπιση της παρούσας απόφασης και δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της. (9) Η παρούσα απόφαση δεν θα πρέπει να επηρεάζει τη θέση των κρατών μελών για την οποία δεν έχει ακόμα αρχίσει να παράγει αποτελέσματα ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 767/2008. Ιδίως, δεν θα πρέπει να επηρεασθεί η εφαρμογή του άρθρου 6 της απόφασης 2008/633/ΔΕΥ όσον αφορά τα συγκεκριμένα κράτη μέλη, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ: Άρθρο 1 Η απόφαση 2008/633/ΔΕΥ παράγει αποτελέσματα από την 1η Σεπτεμβρίου 2013. Άρθρο 2 Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βρυξέλλες, 22 Ιουλίου 2013.
multi_eurlex
4,853